-
1 ψυχρ-ήλατος
ψυχρ-ήλατος, 1) kalt geschmiedet, Mathem. vett. – 2) in kaltem Wasser abgelöscht und dadurch hart u. spröde geworden, ξίφος Plut. def. or. 43 Brut. 1.
-
2 ψυχρήλατος
ψυχρ-ήλατος, (1) kalt geschmiedet; (2) in kaltem Wasser abgelöscht und dadurch hart u. spröde geworden
См. также в других словарях:
ψύχρ' — ψύχραι , ψύχρα cold fem nom/voc pl ψύχρᾱͅ , ψύχρα cold fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
καθαρόαιμος — η, ο 1. αυτός που έχει καθαρό, δηλ. γνήσιο, αμιγές αίμα, ευγενής 2. (για ίππους) αυτός που προέρχεται από γονείς τής ίδιας γενιάς και όχι από διασταύρωση 3. (γενικώς) γνήσιος, πραγματικός, αληθινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + αιμος (< αίμα), πρβλ … Dictionary of Greek
νεήλατος — νεήλατος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «νεοτευχής», αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νεήλατα (ενν. ἄλφιτα) α) άλευρα αλεσμένα πρόσφατα β) είδος πλακουντίων από νεοαλεσμένα άλευρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ήλατος… … Dictionary of Greek