-
1 ψύχρα
ψύχρᾱ, ψύχραcold: fem nom /voc /acc dualψύχρᾱ, ψύχραcold: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ψυχρά
-
3 ψυχρᾷ
-
4 ψυχρά
επίρρ. холодно, равнодушно;υποδέχομαι κάποιον ψυχρά — холодно принимать кого-л.;
§ κακά ψυχρά κι' ανάποδ,α — дело швах, хуже некуда
-
5 ψύχρα
η холодная погода, холод; прохлада;κάνει ψύχρα — свежо, прохладно, холодновато
-
6 ψυχρά
ψῡχρά, ψυχρόςcold: neut nom /voc /acc plψῡχρά̱, ψυχρόςcold: fem nom /voc /acc dualψῡχρά̱, ψυχρόςcold: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 ψύχρα
[психра] сто. Θ. холод, мороз.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψύχρα
-
8 ψύχρα
[психра] ουσ θ холод, мороз. -
9 ψύχρα
ψύχρ-α, ἡ,A cold, Sch. BT Od.5.467. -
10 ψυχρά
coldlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ψυχρά
-
11 coldly
ψυχρά -
12 ψύχρας
ψύχρᾱς, ψύχραcold: fem acc plψύχρᾱς, ψύχραcold: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 холодно
холодно 1. нареч. ψυχρά, κρύα* \холодно встретить кого-л. δέχομαι κάποιον ψυχρά, κάνω κρύα υποδοχή 2, предик, κάνει ψύχρα, κάνει κρύο; сегодня очень \холодно σήμερα κάνει πολλή ψύχρα; мне \холодно κρυώνω* * *1. нареч.ψυχρά, κρύα2. предик.хо́лодно встре́тить кого́-л. — δέχομαι κάποιον ψυχρά, κάνω κρύα υποδοχή
κάνει ψύχρα, κάνει κρύοсего́дня о́чень хо́лодно — σήμερα κάνει πολλή ψύχρα
мне хо́лодно — κρυώνω
-
14 холодно
холодно1. безл κάνει ψύχρα, κάνει κρύο:мне \холодно κρυώνω, αίσθάνομαι κρύο· сего́дня \холодно σήμερα κάνει κρύο·2. нареч (равнодушно) ψυχρά, ἀδιάφορα:\холодно встретить кого́-л. ὑποδέχομαι κάποιον ψυχρά· ◊ ни тепло́ ни \холодно οὔτε κρύο ὁὔτε ζέστη. -
15 ψύχρ'
ψύχραι, ψύχραcold: fem nom /voc plψύχρᾱͅ, ψύχραcold: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 ἕωλος
ἕωλος, ον (ἕως), vom vorigen Tage, von gestern; νεκρός Luc. Catap. 18; bes. von Speisen u. Getränken, die vom vorigen Tage übrig sind, dah. abgestanden, schaal, kraftlos, von den alten Erkl. durch μάταιον, ἀνωφελές, ἀνίσχυρον wiedergegeben, τέμαχος βεβρωκὼς ἑφϑὸν τήμερον, αὔριον ἕωλον τοῦτ' ἔχων οὐκ ἄχϑομαι Axionic. com. bei Ath. VI, 240 b, vgl. XIV, 663 b; von Fischen, ἕωλοι κείμενοι δύ' ἡμέρας ἢ τρεῖς Antiphan. bei Ath. VI, 225 d; komisch vom Gelde, περίεργόν ἐστιν ἀποκεῖσϑαι ἕωλον ἔνδον ἀργύριον Philetaer. bei Ath. VII, 280 d. Von anderen Dingen, μύρτον Ep. ad. 13 (XII, 107), wie στέφανος, verwelkt, Plut. Pyrrh. 13; ϑρυαλλίς, halb erloschen, Luc. Tim. 2. Oft übertr., τἀδικήματα ἕωλα τὰ τούτων ὡς ὑμᾶς καὶ ψυχρὰ ἀφικνεῖται, da ihnen Zeit gelassen wird zur Vertheidigung, Dem. 21, 22, der Ggstz ist τῶν δ' ἄλλων ἡμῶν ἕκαστος πρόσφατος κρίνεται, wie auch Plut. de san. tuend. p. 387 es von einem durch den Rausch vom vorigen Tage angegriffenen Menschen mit ναυτιώδης, ϑολερός, τεταραγμένος vrbdt u. dem πρόσφατος entgegenstzt, auch adv. Stoic. 3 sagt ταυτὶ μὲν εἰς τὴν τῶν ἑώλων καὶ ψυχρῶν ἀγορὰν παρῶμεν, im Ggstz von ἐν δὲ τοῖς μετὰ σπουδῆς λεγομένοις ποιησώμεϑα τοῦ λόγου τὸν ἐξετασμόν. So vrbdt Themist. παραδείγματα ἕωλα καὶ λίαν ἀρχαῖα, Philostrat. ἕωλα καὶ πολλάκις εἰρημένα, Porphyr. ψυχρὰ καὶ ἄγαν ἕωλα σοφισμάτια, wie ψυχρολογία Luc. somn. 17; Aristaen. 2, 7 φιλήματα τῶν γυναικῶν ἕωλα; – ἡ ἕωλος ἡμέρα, der Tag nach der Hochzeit, Axionic. bei Ath. III, 95 e.
-
17 похолодание
похолодание с το ψύχος, η ψύχρα, το κρύο· наступило \похолодание ήρθε το κρύο* * *сτο ψύχος, η ψύχρα, το κρύοнаступи́ло похолода́ние — ήρθε το κρύο
-
18 прохлада
-
19 прохладно
-
20 холод
См. также в других словарях:
ψύχρα — ψύχρᾱ , ψύχρα cold fem nom/voc/acc dual ψύχρᾱ , ψύχρα cold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύχρα — η ψύχος, ψυχρός καιρός, κρύο: Κάνει πολλή ψύχρα έξω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχρά — Ν επίρρ. βλ. ψυχρός … Dictionary of Greek
ψύχρα — η, ΝΜΑ ψυχρός καιρός, κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός (πρβλ. ζέστη < ζεστός)] … Dictionary of Greek
ψυχρᾷ — ψῡχρᾷ , ψυχρός cold fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρά — ψῡχρά , ψυχρός cold neut nom/voc/acc pl ψῡχρά̱ , ψυχρός cold fem nom/voc/acc dual ψῡχρά̱ , ψυχρός cold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύχρας — ψύχρᾱς , ψύχρα cold fem acc pl ψύχρᾱς , ψύχρα cold fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρᾶν — ψύχρα cold fem gen pl (doric aeolic) ψῡχρᾶν , ψυχρός cold masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρῶν — ψύχρα cold fem gen pl ψῡχρῶν , ψυχρός cold fem gen pl ψῡχρῶν , ψυχρός cold masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρεύματα θαλάσσια — Συνεχείς και με σταθερή διεύθυνση μετατοπίσεις μαζών νερού στους ωκεανούς· μπορούν να είναι οριζόντιες κινήσεις (είτε στην επιφάνεια είτε σε βάθος) ή κάθετες (με ανυψώσεις και καταβυθίσεις των μαζών νερού) και να παρουσιάζουν διεύθυνση, πλάτος,… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Psi — Psi Inhaltsverzeichnis 1 ψαλμὸς τῷ Δαυιδ 2 ψηλαφεῖν ἐν τῷ σκότῳ … Deutsch Wikipedia