-
1 ψυαδικοίς
-
2 ψυαδικοῖς
См. также в других словарях:
ψυαδικοῖς — ψυαδικός suffering from lumbago masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ψυαδικοίς
2 ψυαδικοῖς
ψυαδικοῖς — ψυαδικός suffering from lumbago masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)