-
21 подложный
подложныйприл ψεύτικος, πλαστός, κίβδηλος. -
22 присяга
присяг||аж ὁ ὀρκος, ἡ ὁρκωμοσία:ложная \присяга ἡ ψευδορκία, ὁ ψεύτικος ὅρκος· приводить к \присягае ὁρκίζω, βάζω κάποιον νά ὁρκιστεί· давать \присягау ὁρκίζομαι, δίνω ὅρκο· под \присягаой μέ ὅρκο. -
23 притворный
притвор||ныйприл προσποιητός, προσ(πε)ποιημένος, πλαστός, ψεύτικος. -
24 тревога
тревог||аж1. (беспокойство) ἡ ἀνησυχία, ἡ ἀδημονία, ἡ ἀγωνία:быть в крайней \тревогае εἶμαι πάρα πολύ ἀνήσυχος·2. (сигнал) ὁ συναγερμός:возду́шная \тревога ὁ ἀεροπορικός συναγερμός· ложная \тревога ὁ ψεύτικος συναγερμός. -
25 лживый
[λζύβυϊ] εκ. ψεύτικος -
26 липовый
[λίπαβυΐί] εκ. της λίπος, (μεταφ.) πλαστός, ψεύτικος -
27 притворный
[πριτβόρνυϊ] εκ. προσποιητός, ψεύτικος -
28 лживый
[λζύβυϊ] επ ψεύτικος -
29 липовый
[λίπαβυϊ] επ της λίπος, (μεταφ) πλαστός, ψεύτικος -
30 притворный
[πριτβόρνυϊ] επ προσποιητός, ψεύτικος -
31 бутафорский
επ.1. βλ. бутафорный.2. μτφ. ψεύτικος, πλαστός. -
32 завиральный
επ.ψεύτικος, ψευδής, εσφαλμένος• ανόητος•-ые мысли ανόητες σκέψεις.
-
33 иллюзионный
επ.φαινομενικός,,απατηλός, ψεύτικος. -
34 кривой
επ., βρ: крив, крива, криво.1. κυρτός, καμπύλος, λυγισμένος, γυριστός•-я сабля κυρτό σπαθί. || στραβός, στρεβλός•человек с -ыми ногами άνθρωπος στραβοπόδαρος.
|| λοξός, πλάγιος•-я линия λοξή γραμμή.
2. ουσ. θ. -ая λοζή γραμμή.3. βλ. кривоглазый.4. παλ. άδικος, ψεύτικος, μη σωστός.εκφρ.- ая улыбка – ψευτοχαμόγελο –ое зеркало καθρέφτης που παραμορφώνει•улыбаться (усмехаться) -о – πικροχαμογελώ• χαμογελώ ειρωνικά•- я вывезет (вынесет) – μπορεί να το πάει ο διάβολος και γίνει•куда -я не (ни) вывезет (вынесет) – όπου το βγάλει η άκρη, ας γίνει ό,τι θέλει•на -ой не объедешь его – δεν τον ξεγελάς με τίποτε. -
35 лживый
επ., βρ: лжив,• -а, -о.1. ψεύτικος, ψευδής, αναληθής.2. προσποιητός, πλαστός, κίβδηλος• απατηλός. -
36 липовый
липовый 1επ.φιλύρινος, φλαμουρίσιος.εκφρ.липовый цвет – ξηραμένα άνθη φλαμουριάς (ως φάρμακο).липовый 2επ. (απλ.)1. κίβδηλος, κάλπικος, πλαστός, ψεύτικος.2. καλούμενος, λεγόμενος, κατ όνομα, δήθεν•липовый писатель κατ όνομα συγγραφέας.
-
37 ложный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. ψεύτικος, ψευδής•-ое свидетельство ψευδομαρτυρία.
2. πλαστός, προσποιητός, τεχνητός•-ая скромность προσποιητή σεμνότητα, η σεμνοτυφία.
3. λαθεμένος, εσφαλμένος, πεπλανημένος, ανακριβής.εκφρ.- ое положение – ψεύτικη ή αβέβαιη κατάσταση•в -ом свете – με ψεύτικη αληθοφάνεια, διαστρεβλωμένα•ложный шаг – άστοχη ενέργεια•идти по -ому пути – δε βαδίζω σωστά, ακολουθώ εσφαλμένη οδό. -
38 мишурный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. της τρέμουσας κλωστής• από τρέμουσα κλωστή.2. μτφ. φαινομενικός, απατηλός, ψεύτικος. -
39 наносный
επ.1. προσχωματικός.2. μτφ. εξωτερικός ξένος επίκτητος.3. παλ. ψεύτικος, διαβλητικός, συκοφαντικός. -
40 ненастоящий
επ.φτιαχτός, τεχνητός, πλαστός, ψεύτικος•ненастоящий мех γούνα τεχνητή•
- ая дружба (μτφ.) όχι πραγματική φιλία.
См. также в других словарях:
ψεύτικος — η, ο, Ν [ψεύτης] 1. ψευδής, προσποιητός («ψεύτικος όρκος») 2. απατηλός («ψεύτικο δάκρυ») 3. πλαστός («ψεύτικη διαθήκη») 4. τεχνητός («ψεύτικο δόντι») 5. κίβδηλος, κάλπικος (α. «ψεύτικος παράς» β. «ψεύτικο διαμάντι») 6. ανειλικρινής («ψεύτικη… … Dictionary of Greek
ψεύτικος — η, ο 1. ψευδής, πλαστός, ψεύτικος, εικονικός, όχι γνήσιος: Πήρε ένα ψεύτικο ρολόι για το παιδάκι της. 2. ελαττωματικός, χωρίς αντοχή, χωρίς αξία: Μας έκανε ψεύτικη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιαλαντζί — 1. ψεύτικος 2. «γιαλαντζί ντολμάς» ντολμάς νηστήσιμος, με ρύζι και μυρωδικά τυλιγμένα σε αμπελόφυλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. τουρκ. yalanci «ψεύτικος»] … Dictionary of Greek
κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός … Dictionary of Greek
παρήλιος — (Αστρον.). Ονομάζεται έτσι μια λαμπρή κυκλική κηλίδα που φαίνεται στον ουρανό είτε από τη μια πλευρά του ηλιακού δίσκου είτε και από τις δύο. Λέγεται και ψεύτικος Ήλιος. Παρόμοιες κηλίδες, που σχηματίζονται από το φως της Σελήνης, ονομάζονται… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Ψευδόπαν — ανος, ὁ, Α ο ψεύτικος Παν, αυτός που ψευδώς θεωρείται ως Παν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Πάν] … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
άπιστος — (apistos). Γένος περκομόρφων ψαριών της οικογένειας των περκιδών. Ζουν στις τροπικές θάλασσες και ιδιαίτερα στον Ινδικό ωκεανό. Έχουν μήκος 30 50 εκ. και στηθαία πτερύγια πολύ ισχυρά. Είναι γνωστά 15 είδη. * * * η, ο (AM ἄπιστος, ον) 1. αυτός που … Dictionary of Greek
άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… … Dictionary of Greek
αδόκιμος — η, ο (Α ἀδόκιμος, ον) [δόκιμος] μη παραδεδεγμένος, μη εγκεκριμένος, μη καθιερωμένος νεοελλ. «αδόκιμη λέξη», αυτή που δεν απαντά σε δόκιμους, σε κλασικούς δηλαδή συγγραφείς «αδόκιμος συγγραφέας», άσημος, μη κλασικός, αυτός που δεν διαβάζεται αρχ.… … Dictionary of Greek