-
1 ψεύτης
ο, ψεύτρα η лгун, лжец, обманщи|к, -ца;τον έβγαλα ψεύτη — я его изобличил во лжи;
§ ο κλέφτης είδε τονψεύτη κι' έφυγε — погов, лгун хуже вора;
ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρουνται — погов, сколько верёвочке ии виться, а кончику быть
-
2 ψεύτης
[псэфтис] ουσ. а лжец, обманщик.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψεύτης
-
3 ψεύτης
[псэфтис]ουσ α лжец, обманщик. -
4 ψεύτης
el mentider -
5 ψεύτης
лажливецГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ψεύτης
-
6 ψεύτης
yalancı, yalan söyleyen, uydurukçu -
7 ψεύτης
menteur -
8 ψεύτης
1) kłamca (m) rzecz.2) kłamczuch (m) rzecz.3) łgarz (m) rzecz. -
9 ψεύτης
lhář -
10 ψεύτης
liarΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ψεύτης
-
11 Ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα– Ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται• Как веревочка не вейся, а конец будет• Сколько вору ни воровать, а тюрьмы не миноватьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται
-
12 Ο ψεύτης δεν πιστεύεται κι όταν λέει την αλήθεια
– Του ψεύτη το σπίτι κάηκε και κανείς δεν το πίστεψε• Единожды солгав, лгуном навеки стал• Кто вчера солгал, тому и завтра не поверят• Соврешь – не помрешь, да вперед не поверятИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο ψεύτης δεν πιστεύεται κι όταν λέει την αλήθεια
-
13 Ο ψεύτης γεννάει ένα ψεύτη, ώσπου να γίνουν μια γενιά
• Одного поля ягоды• С кем поведёшься от того и наберёшьсяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο ψεύτης γεννάει ένα ψεύτη, ώσπου να γίνουν μια γενιά
-
14 Ο ψεύτης κι ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται
• Сколько верёвочке не виться, а кончику бытьИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο ψεύτης κι ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται
-
15 Ο ψεύτης πρέπει να έχει καλό μνημονικό
• Лжецы должны иметь хорошую памятьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο ψεύτης πρέπει να έχει καλό μνημονικό
-
16 deccal
ψεύτης -
17 menteur
ψεύτης -
18 lhář
ψεύτης -
19 liar
ψεύτης -
20 kłamca
ψεύτης
См. также в других словарях:
ψεύτης — ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, εύστιδος, και ψεύστειρα Α άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek
ψεύτης — ο θηλ. ψεύτρα και ψεύτρια 1. αυτός που λέει ψέματα. 2. απατεώνας. 3. η παροιμία «O ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται», δηλώνει ότι οι ψεύτες και οι κλέφτες γρήγορα ανακαλύπτονται. 4. η παροιμία «O κλέφτης είδε τον ψεύτη κι έφυγε»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψεύτακας — ο, Ν μεγάλος ψεύτης, ψευταράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεύτης + μεγεθ. κατάλ. ακας (πρβλ. μεθύστ ακας)] … Dictionary of Greek
ψεύταρος — ο, Ν μεγάλος ψεύτης, αρχιψεύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεύτης + μεγεθ. κατάλ. αρος (πρβλ. παίδ αρος)] … Dictionary of Greek
Ηλιόπουλος, Ντίνος — (Αλεξάνδρεια 1913 – Αθήνα 2001). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Φοίτησε στη δραματική σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη και πρωτοεμφανίστηκε το 1944 στο έργο του Λέο Λεντς Κυρία, σας αγαπώ. Η Μαρίκα Κοτοπούλη διέκρινε πολύ γρήγορα το… … Dictionary of Greek
ψεύταρος — ο μεγεθυντικό του ψεύτης, μεγάλος ψεύτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Dimotiki — ( el. δημοτική [γλώσσα] IPA all|ðimo̞tiˈkʲi, [language] of the people ) or Demotic is the modern vernacular form of the Greek language. The term has been in use since 1818. [Babiniotis, Georgios: Dictionary of the new Greek language Lexiko tis… … Wikipedia
Demotizismus — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die … Deutsch Wikipedia
Demotizist — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die … Deutsch Wikipedia
Dimotiki — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818… … Deutsch Wikipedia
Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece … Wikipedia