Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψεύτης

См. также в других словарях:

  • ψεύτης — ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, εύστιδος, και ψεύστειρα Α άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ γ.… …   Dictionary of Greek

  • ψεύτης — ο θηλ. ψεύτρα και ψεύτρια 1. αυτός που λέει ψέματα. 2. απατεώνας. 3. η παροιμία «O ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται», δηλώνει ότι οι ψεύτες και οι κλέφτες γρήγορα ανακαλύπτονται. 4. η παροιμία «O κλέφτης είδε τον ψεύτη κι έφυγε»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψεύτακας — ο, Ν μεγάλος ψεύτης, ψευταράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεύτης + μεγεθ. κατάλ. ακας (πρβλ. μεθύστ ακας)] …   Dictionary of Greek

  • ψεύταρος — ο, Ν μεγάλος ψεύτης, αρχιψεύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεύτης + μεγεθ. κατάλ. αρος (πρβλ. παίδ αρος)] …   Dictionary of Greek

  • Ηλιόπουλος, Ντίνος — (Αλεξάνδρεια 1913 – Αθήνα 2001). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Φοίτησε στη δραματική σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη και πρωτοεμφανίστηκε το 1944 στο έργο του Λέο Λεντς Κυρία, σας αγαπώ. Η Μαρίκα Κοτοπούλη διέκρινε πολύ γρήγορα το… …   Dictionary of Greek

  • ψεύταρος — ο μεγεθυντικό του ψεύτης, μεγάλος ψεύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Dimotiki — ( el. δημοτική [γλώσσα] IPA all|ðimo̞tiˈkʲi, [language] of the people ) or Demotic is the modern vernacular form of the Greek language. The term has been in use since 1818. [Babiniotis, Georgios: Dictionary of the new Greek language Lexiko tis… …   Wikipedia

  • Demotizismus — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die …   Deutsch Wikipedia

  • Demotizist — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die …   Deutsch Wikipedia

  • Dimotiki — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818… …   Deutsch Wikipedia

  • Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»