Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ψεύδομαι

  • 1 врать

    врать ψεύδομαι, λέω ψέματα
    * * *
    ψεύδομαι, λέω ψέματα

    Русско-греческий словарь > врать

  • 2 лгать

    лгать ψεύδομαι, λέω ψέματα
    * * *
    ψεύδομαι, λέω ψέματα

    Русско-греческий словарь > лгать

  • 3 довраться

    -врусь, -вршься; παρλθ. χρ. -лся, -лась, -лось и. -лось ρ.σ.
    1. ψεύδομαι, λέγω ψέματα•

    он -лся до того, что ему никто не верит ;είπε τόσα ψέματα, που κανένας δε τον πιστεύει.

    2. ψεύδομαι ασύστολα.

    Большой русско-греческий словарь > довраться

  • 4 врать

    врать
    несов разг ψεύδομαι, λέγω ψέματα, ψευδολογῶ.

    Русско-новогреческий словарь > врать

  • 5 лгать

    лгать
    несов λέω ψέμματα, ψεμματίζω, ψεύδομαι.

    Русско-новогреческий словарь > лгать

  • 6 немилосердно

    немилосердн||о
    нареч (очень сильно) разг ἀλύπητα:
    \немилосердно врать ψεύδομαι ἀσύστολα.

    Русско-новогреческий словарь > немилосердно

  • 7 неправда

    неправд||а
    ж ἡ ἀνάλήθεια / τό ψέμμα, τό ψεύδος (ложь):
    говорить \неправдау λέγω ψέμματα, ψεύδομαι· $то \неправда εἶναι ψέμμα, δέν εἶναι ἀλήθεια· ◊ всеми правдами и \неправдаами μέ ὀλα τά θεμιτά καί ἀθέμιτα μέσα

    Русско-новогреческий словарь > неправда

  • 8 брехать

    брешу, брешешь, ρ.δ.
    (απλ.)
    1. γαυγίζω, αλυχτώ, υλακτώ.
    2. ψευδολογώ, ψεύδομαι, αραδιάζω ψέματα, ψεματίζω• λέγω ανοησίες.

    Большой русско-греческий словарь > брехать

  • 9 возвести

    -еду, -едёшь, παρλθ. χρ. возвел, -ела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. -едший, эр:-ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.
    1. παλ. ανεβάζω•

    возвести на престол ανεβάζω στο θρόνο.

    || υψώνω, σηκώνω•

    возвести глаза σηκώνω τα μάτια.

    2. προάγω, προβιβάζω, κάνω• απονέμω, δίνω βαθμό.
    3. ανεγείρω•

    возвести здание ανεγείρω κτίριο.

    4. σε συνδυασμό με τα ουσιαστικά: обвинение, клевета, ложь κλπ. στα ελληνικά αποδίδεται με ρ. που έχει τη σημ. του ουσιαστικού:

    возвести обвинение κατηγορώ•

    возвести клевету συκοφαντώ•

    возвести ложь ψεύδομαι.

    5. μαθ •υψώνω, ανεβάζω•

    возвести пять в квадрат υψώνω το πέντε στο τετράγωνο.

    6. ανάγω•

    некоторые обычия можно возвести в глубокой древности μερικές συνήθειες μπορεί ν’ αναχθούν στην πολύ μακρινή αρχαιότητα.

    εκφρ.
    возвести на ступень – ανάγω στο βαθμό (ή τη δύναμη).
    παλ. (γιά μάτια, βλέμμα κ.τ.τ.) ανυψώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > возвести

  • 10 врать

    вру, врёшь, παρλθ. χρ. врал, -ла, -ло, ρ.δ.μ. κ. αμ.
    1. ψεύδομαι, ψευδολογώ, ψευτολογώ, ψεματίζω, λέγω ψέματα.
    2. λέγω ανοησίες, μπούρδες, παπαρδέλες.

    Большой русско-греческий словарь > врать

  • 11 глаз

    -а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. глаза, глаз, -ам а.
    1. μάτι, όμμα, οφθαλμός. || ματιά, βλέμμα.
    2. όραση•

    он лишился глаз αυτός έχασε τα μάτια (την όραση, το φως).

    || μτφ. επίβλεψη•

    у семи нянек дидя без -у οι πολλές μαμές βγάζουν στραβό το παιδί ή οι πολλοί καραβοκυραίοι πνίγουν γρήγορα το καοάβι ή (αρχ. παροιμία) πολλοί στρατηγοί Καρίαν απώλεσαν.

    3. μάτιασμα, μάτι.
    εκφρ.
    в -ах чьих – α) στα μάτια (γνώμη, κρίση) του ή των. β) παλ. επί παρουσία•
    на -ах – επί παρουσία, με την παρουσία (κάποιου)•
    с безумных глаз – (απλ.) σε κατάσταση παραλογισμού•
    с пьяных глаз – (απλ.) σε κατάσταση μέθης•
    с какими -ами появиться ή показаться – με τι πρόσωπο (ή μούτρα) να εμφανιστώ (ή να βγώ, να παρουσιαστώ)•
    -а бы (мой) не смотрели ή не глядели; -а б (мой) не видали – να μην έβλεπαν τα μάτια μου (για μεγάλη απέχθεια)•
    - а горят на что – καίγομαι από τον πόθο, επιθυμώ πάρα πολύ•
    - а на лоб лезут – (απλ.) τα μάτια γουρλώνουν από θαυμασμό•
    смотреть большими глазами – γουρλώνω τα μάτια, βλέπω με θαυμασμό•
    смотреть ή глядеть в -а – κοιτάζω στα μάτια, κατάματα (προσπαθώ να εξιχνιάσω, να μαντέψω)•
    смотреть – ή,глядеть во все -а έχω τα μάτια μου τέσσειρα (άγρυπνα παρακολουθώ)’ смотреть ή глядеть прямо (ή смело) в -а κοιτάζω, Βλέπω κατάματα (άφοβα)•
    смотреть ή глядеть на что чьими -ами – βλέπω με ξένα μάτια (δεν έχω δική μου γνώμη)•
    в -а не видать – να μην ιδώ στα μάτια μου•
    в -а сказать ή назватьκ.τ.τ. λέγω κατά πρόσωπο, κατάμουτρα•
    в -ах ή перед -ами стоять – στο νου μου, μπροστά μου το εχω, μου έρχεται στη σκέψη•
    острый глаз – οξεία όραση•! дурной глаз κακό μάτι (βάσκανο)•
    куда не кинь -ом – όπου και να ρίξεις (να στρέψεις) το μάτι•
    на -а показывается ή попадает(ся)κ.τ.τ. εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου•
    настолько хватает глаз ή куда достает глаз – όσο φτάνει ή κόβει το μάτι•
    ни в одном -у -е – καθόλου δεν είναι μεθυσμένος•
    с глаз долой (уйти, убрать(ся) – συνήθως με προστκ. έξω, φύγε απ’ εδώ, να μη σε δουν τα μάτια μου•
    с -у на глаз – ένας μ' έναν, τετ α τετ•
    между глаз – απαρατήρητα•
    закрывать -а – κλείνω τα μάτια (κάνω,προσποιούμαι πως δε βλέπω)•
    закрыть -а – κλείνω τα μάτια (πεθαίνω)•
    закрыть -а кому-то – α) κλείνω τα μάτια του πεθαμένου, β) παρευρίσκομαι στο θάνατο συγγενούς•
    отктрыть, открывать -а кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (διαφωτίζω)•
    на -ах – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•
    в -а – φάτσα, απέναντι, εν όψει•
    за -а – α) εν απουσία, ερήμην, β) χωρίς να ιδώ•
    купить что-л. за -а – αγοράζω γουρούνι στο σακκί•
    - а не казать – να μην εμφανιστεί μπροστά μου•
    идти куда глаза глядят – ενεργώ απερίσκεπτα, ριψοκινδυνεύω•
    лгать в -а – ψεύδομαι κατάφορα•
    очки не по -ом – τα ματογυάλια δεν κάνουν, δεν αντιστοιχούν στην όραση•
    не пу-скй’ть с глаз с кого-л, с чего-л. – δεν ξεκολλώ τα μάτια από κάποιον, από κάτι (θέλγομαι)•
    у страха -а великиπαρμ. ο φόβος μεγαλώνει το κακό•
    с глаз долой из сердца вон – μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται.

    Большой русско-греческий словарь > глаз

  • 12 говорить

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•

    ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.

    || κατέχω ξένη γλώσσα•

    говорить по-русски μιλώ ρωσικά.

    2. λέγω, λέω•

    говорить правду λέγω την αλήθεια•

    говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.

    || διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.
    3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•

    -ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.

    || μαρτυρώ, αποδείχνω•

    факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.

    εκφρ.
    говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•
    тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•
    вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•
    и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•
    иначе -я – με άλλα λόγια•
    само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•
    что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•
    что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•
    что вы -ите! – τι λέτε!•
    это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•
    не -я уже – για να μην πω ακόμα.
    1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.
    2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.
    3. φημολογούμαι• λέγομαι•

    как -ится όπως λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > говорить

  • 13 изолгаться

    -гусь, -жшься, -гутся, παρλθ. χρ. -йлоя, -л£.сь, -лось
    ρ.σ. ψεύδομαι γίνομαι ψεύτης.

    Большой русско-греческий словарь > изолгаться

  • 14 лгать

    лгу, лжёшь, лгут, παρλθ. χρ. лгал, -ла, лгало
    ρ.δ. λέγω ψέματα, ψεματίζω, ψεύδομαι, ψευδολογώ. || παλ. συκοφαντώ.

    Большой русско-греческий словарь > лгать

  • 15 навирать

    ρ.δ.
    βλ. наврать.
    ψεύδομαι.

    Большой русско-греческий словарь > навирать

  • 16 налгать

    -лгу, -лжшь, -лгут, παρλθ. χρ. налгал
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. ψευδολογώ, λέγωποίλ-λά ψέματα, ψεύδομαι ασύστολα.
    2. κατηγορώ, α δικοβγάζω, διαβάλλω, κακολογώ, συκοφαντώ.

    Большой русско-греческий словарь > налгать

  • 17 подвирать

    ρ.δ. λέγω λίγα ψεματάκια, ψεύδομαι λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > подвирать

  • 18 провраться

    -врусь, -вршься, παρλθ. χρ. -алея, -лась, -лось κ. -лось
    ρ.σ.
    (απλ.)• ψεύδομαι, ψευδολογώ.

    Большой русско-греческий словарь > провраться

  • 19 сбрехать

    ρ.σ. (απλ.) ψεύδομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сбрехать

  • 20 сбрехнуть

    ρ.σ. (απλ.) ψεύδομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сбрехнуть

См. также в других словарях:

  • ψεύδομαι — βλ. πίν. 129 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… …   Dictionary of Greek

  • ψεύδομαι — ψεύστηκα, ψευσμένος, λέω ψέματα, ψευδολογώ: Ψεύδεται ασύστολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψεύδομαι — ψεύδω cheat by lies pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμψεύδομαι — ΝΑ [ψεύδομαι] (για φιλοσ. κρίσεις) είμαι επίσης ψευδής αρχ. ψεύδομαι μαζί με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ψεύδος — το / ψεῡδος, ΝΜΑ 1. καθετί που δεν είναι αληθινό, ψέμα (α. «είναι ψεύδος ότι πρόκειται να παραιτηθεί η κυβέρνηση» β. «ἀπολεῑς πάντας τοὺς λαλοῡντας τὸ ψεῡδος», ΠΔ γ. «μή τε τί μοι ψεύδεσσοι χαρίζεο μήτε τι θέλγε», Ομ. Οδ.) 2. (λογ.) ψευδής… …   Dictionary of Greek

  • ψύθω — Α ψεύδομαι, λέω ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι* και εμφανίζει δασεία οδοντική παρέκταση θ (πρβλ. ψύθος, ψιθυρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • NARDUS — Νάρδος, ex Hebr. Gap desc: Hebrew genus herbae odoratissimae, Cantic. c. 4. v. 14. et alibi. Nardus pistica, Ioh. c. 12. v. 3. et Marci c. 14. v. 3. νάρδου πιςτικῆς. Vulgata vertit, Nardi spicati. Beza, liquidae, παρὰ τὸ πιεῖν, quasi potabilem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • άψευτος — η, ο (Α ἄψευστος, ον) [ψεύδομαι] αληθινός μσν. επίρρ. ἀψεύστως αληθινά, πραγματικά …   Dictionary of Greek

  • αλληλογώ — (και άω) 1. αλλολογάω, αλλάζω γνώμη 2. ψεύδομαι, ψευτίζω 3. λέγω άλλα αντ’ άλλων, παραληρώ, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + λογώ < λόγος < λέγω. Το η κατά τη σύνθεση πιθ. κατά παρετυμολογική επίδραση τών τ. με α συνθετικό αλληλο *. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»