-
1 ενδινα
-
2 ψαυω
1) прикасаться, дотрагиваться(τινός Hom., Eur., Xen.; τινός и τινί Pind.)
μέ ψαύειν λέγω Soph. — не (сметь) трогать, говорю;τῇ κεφαλῇ τοῦ οὐρανοῦ ψ. Her. — касаться головой неба;ψ. и ψαύεσθαί τινος Plut. — соприкасаться с чем-л.;ἄπτεσθαι καὴ ψ. ἀλλήλων Plut. — соприкасаться (граничить) друг с другом, иметь смежные владения;τῆσδε χώρας ψ. ποδί Aesch. — ступить ногой на эту землю;χεροῖν ψ. πηγῆς Aesch. — ополоснуть руки в источнике;ψαῦον ἱππόκομοι κόρυθες φάλοισιν Hom. — шлемы (воинов) соприкасались конскими султанами;ἐπὴ κεφαλαίων ψ. τῶν πράξεων Polyb. — коснуться событий в общих чертах;ἔστιν ὅπη ψαύει τῆς ἀληθείας καὴ τὸ μυθῶδες Plut. — бывает, что и сказка в какой-то мере говорит истину2) затрагивать, задевать, оскорблять(ἄκρας καρδίας τινός Eur.; τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις Soph.)
3) пробуждать, растравлять, бередить(ἀλγεινοτάτας μερίμνας Soph.)
См. также в других словарях:
ψαύειν — ψαύω touch pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυ κρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma «αδύνατος, λεπτός») είναι… … Dictionary of Greek
ψαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. (το αρσ.) «καλλωπιστής, ταχύς, ἐλαφρός, ἀραιός» 2. (το ουδ. σε συνεκφορά με τη λ. γόνυ) «κοῡφον, ἀπὸ τοῡ ἄκρως ψαύειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σαυκρός] … Dictionary of Greek