-
1 χαλεπότης
χαλεπότης, ητος, ἡ, Schwierigkeit, Beschwerlichkeit; τῶν πολιτειῶν Isocr. 4, 142; χωρίων Thuc. 4, 33. Gew. übertr. von Menschen, schwieriges, unangenehmes, mürrisches Wesen, Ggstz ῥᾳστώνη, Plat. Legg. X, 902 c; Heftigkeit, Rauhheit, Härte, mürrische u. unzufriedene Sinnesart, τρόπων XI, 929 d; Thuc. 1, 84; μητρός Xen. Mem. 2, 2,7; Sp., wie Plut. Thes. 36 u. oft; μετὰ ϑορύβου καὶ χαλεπότητος ἀκούειν Isocr. 15, 20, u. sonst; – Arist. legt den Gesetzen des Drakon den Charakter der χαλεπότης bei, Polit. 2, 10.
-
2 χαλεπότης
-
3 χαλεπτύς
-
4 ῥᾳστώνη
ῥᾳστώνη, ἡ, ion. ῥῃστώνη, 1) Leichtigkeit, Ggstz χαλεπότης, Plat. Critia. 107 b; ῥᾳστώνῃ παραλαβεῖν, leicht, Epinom. 991 c, u. öfter; vgl. π ολλὴν ῥᾳστώνην λέγεις τῆς παιδοποιΐας ταῖς τῶν φυλάκων γυναιξίν, Rep. V, 460 d; ῥᾳστώνην οὕτω τῷ δεσπότῃ παρασκευάζει τῶν καμνόντων τῆς ἐπιμελείας, Legg. IV, 720 c; vgl. Isocr. 4, 36, ὥςτε καὶ τοῖς ὕστερον βουληϑεῖσιν ἀποικίσαι πολλὴν ῥᾳστώνην ἐποίησαν; Sp.; bes. Fertigkeit, Gewandtheit im Handeln, ῥ. ἐπιμελείας ϑεοῖς τῶν πάντων, Plat. Legg. X, 903 e, Anstelligkeit. Auch Gefälligkeit, Bereitwilligkeit, die Gabe, sich leicht in Anderer Wunsch, Willen zu fügen, ἐκ ῥῃστώνης τῆς Δημοκήδεος, aus Gefälligkeit gegen den Dem., Her. 3, 136; καὶ χάρις, Pol. 38, 3, 11. – 2) leichter, glücklicher Fortgang, Gedeihen, Glück, die Alten erkl. auch ἄδεια, was etwa auf Lys. 13, 85 paßt, ἔνοχος ὤν, ῥᾳστώνην τινὰ οἴεται αὑτῷ εἶναι, ῥᾳστώνην δοῦναί τινι τῶν ἀδικούντων, Dem. 24, 69; καὶ ἀσφάλεια, Pol. 17, 14, 15 u. öfter. – 3) Erleichterung od. Linderung des Schmerzes, πολλὴν ῥ. παρέχει, Xen. Mem. 3, 13, 5; Genesung von der Krankheit, καὶ μεταβολὴ τοῦ νοσήματος, Plut. Cat. min. 5; auch Erholung des Geistes von Anstrengung und Sorgen, u. übh. Muße, Ruhe, ἀνάπαυσις, VLL.; ἐκ τῶν πόνων, Plat. Legg. VI, 779 a; ὑπολειπόμενόν που διὰ ῥᾳστώνην, um sich zu erholen, od. aus Lässigkeit, Xen. An. 5, 8, 16; ῥᾳστώνην τινὰ ζητεῖν τοὺς ἔχοντάς τι δυςτύχημα, Lys. 24, 10; auch tadelnd, Unthätigkeit, Thuc. 1, 120; ἡ καϑ' ἡμέραν ῥᾳστώνη καὶ ῥᾳϑυμία, Dem. 10, 7; καὶ σχολή, 18, 45.
См. также в других словарях:
χαλεπότης — difficulty fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπότης — ητος, ἡ, ΜΑ [χαλεπός] 1. δυσκολία, δυσχέρεια 2. δυστροπία, ιδιοτροπία αρχ. 1. (για τόπο) τραχύτητα, το δύσβατο 2. αυστηρότητα, σκληρότητα, αγριότητα 3. (για ίππο) ατίθαση φύση, κακό φυσικό … Dictionary of Greek
χαλεπότησιν — χαλεπότης difficulty fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπότητα — χαλεπότης difficulty fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπότητας — χαλεπότης difficulty fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπότητες — χαλεπότης difficulty fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπότητι — χαλεπότης difficulty fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπότητος — χαλεπότης difficulty fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SYRTES — mate vadosum et scupulosum Africae inter Byzacenam ad occasum et Cyrenaicam ad ortum longe lateque diffusum; vulpg le Secche di Barbaria, et Baxos di Barbr ia Hispanis, mare Syrticum apud Senecam. In magnam et parvam dividitur. Magna, sinus est… … Hofmann J. Lexicon universale
χαλεπτύς — ύος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Ίωνες) «χαλεπότης». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλεπός + επίθημα τύς (πρβλ. φρασ τύς)] … Dictionary of Greek
χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… … Dictionary of Greek