-
1 φυτάλμιος
A producing, nourishing, fostering, epith. of gods, as of Poseidon, Clara Rhodos 6/7.386 (Camirus, iii/ii B. C.), Plu.2.158e, IG22.5051, 12(1).905 ([place name] Rhodes), etc.; of Zeus, Hsch., cf. IG12(5).13 ([place name] Ios); of parents,φυτάλμιοι γέροντες A.Ag. 327
;μητρὶ καὶ φ. πατρί S.Fr. 788
; λέκτρα φ. the marriage bed, E.Rh. 920; φ. χθών Lyc.l.c.:τὸ φ.
productive power,Plu.
2.994b.II by birth, ἀλαῶν ὀμμάτων ἆρα καὶ ἦσθα φυτάλμιος; didst thou bring blind eyes with thee to life? S.OC 151 (lyr.). ( φυτάλμιος is said by EM803.4. to be formed by metath. from φυτάλιμος, which is prob. coined ad hoc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυτάλμιος
См. также в других словарях:
φυτάλμιος — ον, θηλ. και φυταλμία, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία θεών, όπως τού Διός, τού Διονύσου και τού Ποσειδώνος) αυτός που γεννά ή αυτός που τρέφει 2. αυτός που υπάρχει ή προέρχεται από τη φύση, σύμφυτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυτάλμιον η παραγωγική δύναμη … Dictionary of Greek