-
1 валюта
эк. (денежная единица) το νόμισμα(иностранные деньги) το συνάλλαγμαиностранная - ξένο -, το συνάλλαγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > валюта
-
2 территория
территория ж το έδαφος; η περιοχή (район, зона)· \территория страны το έδαφος της χώρας* * *жτο έδαφος; η περιοχή (район, зона)террито́рия страны́ — το έδαφος της χώρας
-
3 граница
1. (линия раздела) το όριο, η γραμμή διαχωρισμού 2. (норма, предел) το όριοη μεθόριοςдо-ставка груза до - ы страны покупателя (продавца) η παράδοση του φορτίου μέχρι τα - της χώρας του αγοραστή (πωλητή)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > граница
-
4 кондоминиум
1. (совладение) юр. η συγκυριαρχία (μερικών κρατών επί μιας άλλης χώρας) 2. (недвижимости) η οριζόντια ιδιοκτησία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кондоминиум
-
5 административный
администр||ативныйприл в разн. знач. διοικητικός:\административныйати́вная должность ἡ διοικητική θέση; \административныйати́вное деление страны ἡ διοικητική διαίρεση τής χώρας; \административныйати́вное взыскание ἡποινή, ἡ κύρωση. -
6 предел
пределм1. (рубеж) τό ὅριο[ν]. τό σύνορο[ν]:за \пределами чего-л. πέρα ἀπό, §ξω ἀπ' τά ὅρια· в \пределах страны στά ὅρια τής χώρας·2. перен τό ὅριον (граница) / τό ἄκρο[ν] (высшая степень):\предел скорости тех. τά ὅρια ταχύτητος· \предел упру́гости тех. τό ὅριον τής ἐλαστικότητας· \предел счастья ἡ ἄκρα εὐτυχία· \предел мечтаний τό μεγαλύτερο ὀνειρο· вне \пределов досягаемости πέραν τοῦ ἐφικτοῦ, ἀπρόσιτος· в \пределах возможного στά πλαίσια τοῦ δυνατοῦ· положить \предел θέτω τέρμα· выйти из \пределов приличия βγαίνω ἀπό τα ὅρια, ἐξέρχομαι των ὁρίων доходить до \предела φθάνω στά ἄκρα, φθάνω στό κόκκοιλο, φθάνω στον κόμπο· всему́ есть \предел κάθε πράγμα ἔχει τά ὅριά του. -
7 проникать
проникатьнесов1. διεσδύω, εἰσχωρώ / τρυπώνω, παρεισδύω, είσχωρώ κρυφά (тайно) / διαπερνώ, διαποτίζω (просачиваться) I φθάνω (о слухах):\проникать в глубь страны είσχωρώ εἰς τά ἐνδότερα τής χώρας·2. перен (во что) ἀνακαλύπτω, μαντεύω. -
8 прохожий
прохожийм ὁ διαβάτης, ὁ περαστικός, процветание с ἡ εὐημερία, ἡ ἄνθηση, ἡ ἀκμή:\прохожий страны ἡ εὐημερία τής χώρας. -
9 территория
территорияж τό ἔδαφος, ἡ περιοχή:\территория страны τό ἔδαφος τής χώρας· \территория школы ἡ περιοχή τοῦ σχολείου· \территория города ἡ περιοχή τής πόλεως. -
10 the law of the land
(the established law of a country.) ο νόμος της χώρας -
11 возрождение
-я ουδ.αναγέννηση, παλιγγενεσία•хозяйственное возрождение страны οικονομική αναγέννηση της χώρας•
эпоха -я η εποχή της Αναγέννησης• 25 марта возрождение праздник национального -я Греции η 25 Μάρτη είναι εθνική γιορτή της παλιγγενεσίας της Ελλάδας.
-
12 жизнь
-и θ.1. ζωή (κίνηση της ύλης)•возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.
2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,
3. ο τρόπος της ζωής•общественная жизнь κοινωνική ζωή•
хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•
образ -и ο τρόπος της ζωής•
праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.
|| βίος, ζωή•семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•
духовная жизнь πνευματική ζωή•
сидячая жизнь καθιστική ζωή•
борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•
вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•
зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•
средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•
зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•
лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•
жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•
никогда в -и ποτέ στη ζωή•
покушение на жизнь απόπειρα φόνου•
обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•
жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.
εκφρ.дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•условия -и – συνθήκες ζωής•меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•- и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή. -
13 задворки
-рок, -ркам πλθ. θ.. η πισινή όψη του σπιτιού, το πίσω μέρος. || μτφ. τα καθυστερημένα, τα απόμακρα μέρη μιας χώρας, περιοχής.εκφρ.на -ах – σε δευτερεύουσα θέση ή σειρά. -
14 капитуляция
-и θ.1. συνθηκολόγηση•капитуляция города συνθηκολόγηση πόλης•
капитуляция армии συνθηκολόγηση του στρατού•
безоговорочная капитуляция η άνευ όρων συνθηκολόγηση.
|| μτφ. το δίπλωμα, υποχώρηση από θέσεις που υποστηρίζω.2. παλ. άνιση συμφωνία (αποικιακής χώρας με καπιταλιστική). -
15 кондоминиум
-а α.συγκυριαρχία (πολλών κρατών επι άλλης χώρας). -
16 корона
-ы θ.1. κορώνα, στέμμα. || οικόσημο.2. βασιλική εξουσία. || παλ. κράτος, κυβέρνηση, δημόσιο μοναρχικής χώρας.3. (αστρν.) στεφάνι, στέμμα•солнечная корона στεφάνι του ήλιου.
4. παλ. крона 1. -
17 курс
-а α.1. κατεύθυνση, πορεία•держать ή взять курс на север κατευθύνομαι προς το βορά.
2. βασική πολιτική κατεύθυνση•курс на индустриализацию страны βασική πολιτική κατεύθυνση η εκβιομηχάνιση της χώρας.
3. μαθήματα, σειρά διαλέξεων εγχειρίδιο (με περιεχόμενο αυτών των διαλέξεων).4. πλήρης κύκλος διδασκαλίας•он кончил курс гимназии αυτός τέλειωσε το γυμνάσιο.
5. έτος φοίτησης (σε ανώτερα εκπαιδ. ιδρύματα)•перейти на четвёртый курс περνώ (προβιβάζομαι) στο τέταρτο έτος.
|| οι φοιτητές•второй курс пошёл на практику οι δευτεροετείς φοιτητές πήγαν για πρακτική εξάσκηση.
6. θεραπεία•курс лечения η προβλεπόμενη θεραπεία.
7. αξία, τιμή•биржевой курс οι τιμές του χρηματιστηρίου.
8. σχολή• μαθήματα•-ы иностранных языков σχολή ξένων γλωσσών•
-ы кройки и шитья σχολή κοπτικής και ραπτικής.
εκφρ.быть в -е – είμαι ενήμερος, γνώστης•держать в -е кого – κρατώ ενήμερον κάποιον. -
18 лесистость
-и θ.η δασική πυκνότητα μιας χώρας. -
19 оборона
-ы θ.άμυνα•крепить -у страны εν ισχύω την άμυνα της χώρας•
перейти от -ы к нападению περνώ από την άμυνα στην επίθεση•
прорвать вражескую -у σπάζω την άμυνα του εχθρού, κάνω ρήγμα στην άμυνα του εχθρού•
противовоздушная оборона αντιαεροπορική άμυνα, αεράμυνα•
линия -ы αμυντική γραμμή, γραμμή άμυνας•
упорная оборона σθεναρή άμυνα.
-
20 оборонный
επ.αμυντικός•-ая мощь страны αμυντική ισχύς της χώρας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χώρας — χώρᾱς , χώρα space fem acc pl χώρᾱς , χώρα space fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χώρας Τριφυλίας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Χώρας Τριφυλίας ιδρύθηκε για να στεγάσει τα ευρήματα των εκτεταμένων ανασκαφών στις περιοχές της Τριφυλίας και της Πύλου, και ιδιαίτερα τα ευρήματα από το μυκηναϊκό ανάκτορο που ανασκάφηκε στο λόφο του Εγκλιανού. Στην… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek