-
1 ἐκχέω
ἐκχέω (later[suff] ἐκφων-χύνω Ev.Matt.23.35 ([voice] Pass.), etc., condemned by Luc. Pseudol.29), [tense] fut. - χέω (v. χέω): [tense] aor. 1 ἐξέχεα (also imper.Aἔκχυσον Hsch.
); [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Med.ἐκχευάμην Od.24.178
: [tense] pf.ἐκκέχῠκα Men. 915
:— pour out, prop. of liquids,οἶνον Il.3.296
;αἷμ' ἐκχέας πέδοι A. Eu. 653
, cf.Ev.Matt.23.35 ([voice] Pass.);ἀναίτιον αἷμα SIG 1181.5
(Jewish, ii B.C.); ; ([voice] Pass.), Plu.Alc.6; is spilt, Ev. Matt.9.17
: metaph., (in [voice] Med.) ταχέας δ’ ἐκχεύατ' ὀϊστούς he poured forth his arrows, Od.22.3, 24.178;σοὶ.. δαίμονες.. ἐλπίδας ἐξέχεαν Pl.Epigr.7.4
.b pour away: hence, spill, a vessel,ποδάνιπτρον Ar.Fr. 306
; τὸν χόα Men.l.c.:—[voice] Pass., to be drained, εἰς [διώρυχα] PRyl.154.18 (i A.D.).3 pour out like water, squander, waste, ; , cf. S.El. 1291;πλοῦτον ἐξέχεεν εἰς δαπάνας AP9.367
(Luc.);ἐ. τά τε αὑτοῦ καὶ ἑαυτόν Pl.R. 553b
; spoil,τὸ πᾶν σόφισμα S.Ph.13
.7 = συγχέω, ὅρκια Hsch. s.v. ἐξέχεαν.II [voice] Pass., used by Hom. mostly in [tense] plpf. ἐξεκέχυντο, as also in [ per.] 3sg.[dialect] Ep.[tense] aor. ἐξέχῠτο or ἔκχῠτο, part. ἐκχύμενος [ῠ]: later [tense] fut.ἐκχῠθήσομαι Hero Aut.4.1
:—pour out, stream out or forth, prop. of liquids, Il.21.300, Od.19.504, etc.;ἐκ δ' ἄρα πᾶσαι χύντο χαμαὶ χολάδες Il.4.525
; soἐξεχύθη τὰ σπλάγχνα Act.Ap.1.18
: metaph., of persons,σφήκεσσιν ἐοικότες ἐξεχέοντο Il.16.259
; ἱππόθεν ἐκχύμενοι pouring from the [wooden] horse, Od.8.515;ἐκχυθέντες ἁλέες ἐκ τοῦ τείχεος Hdt.3.13
: generally, to be spread out,πολλὰ δὲ [δέσματα].. μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο Od.8.279
;σάρκες εἰς ὑπέρογκον ἐκκεχυμέναι πιότητα Luc.Am.14
.2 metaph.,ῥηθέντα ματαίως ἐκκέχυται στομάτων Emp.39.3
; to be cast away, forgotten,ἐκκέχυται φιλότης Thgn. 110
; .3 give oneself up to any emotion, to be overjoyed, Ar.V. 1469 (lyr.); ἐ. εἰς ἑταίρας, εἰς τὸν κίνδυνον, give oneself up to.., Plb.31.25.4, 3.19.1; ἐπὶ τὰ εὐτρεπισθέντα, of a glutton, Ph.1.38;ἁβρὰ γελῶν ὄμμασιν ἐκκέχυσαι AP12.156
.4 lie languidly, ib.5.54.8 (Diosc.).5 metaph., of Time,ἐ. κατὰ τὴν χρονικὴν παράτασιν Procl.Inst.55
.
См. также в других словарях:
χύνω — ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ (σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω νεοελλ. 1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι») 2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω 3. (σχετικά με διάφορα… … Dictionary of Greek
χύνω — έχυσα, χύθηκα, χυμένος 1. στα υγρά, αφήνω κάτι να χυθεί: Άφησε την κάνουλα ανοιχτή και χύθηκε όλο το κρασί. 2. στα μέταλλα, λιώνω, χωνεύω: Χύνω μολύβι. 3. το μέσο, χύνομαι διασκορπίζομαι, χιμάω, εφορμώ, εκβάλλω. 4. παροιμ., «Xύθηκε το λάδι μας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… … Dictionary of Greek
προΐημι — Α [ἵημι] 1. αποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων ή στέλνω κάτι από πριν («αἶψα δ’ ἐπ Αἴαντα προΐεις κήρυκα θοώτην», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάποιον να πάει κάπου («Μαίον ἄρα προέηκε, θεῶν τετράεσσι πιθήσας», Ομ. Ιλ.) 3. αφήνω κάτι να πέσει («πηδάλιον ἐκ… … Dictionary of Greek
λείβω — (Α) 1. κάνω σπονδή χύνοντας οίνο, σπένδω («Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάτι να ρεύσει, χέω, χύνω κάτι («δάκρυα λεῑβον», Ομ. Ιλ.) 3. τρέχουν τα μάτια μου, κλαίω («λείβομαι δάκρυσιν κόρας» έχω τα μάτια γεμάτα δάκρυα, Ευρ.) 4. (για… … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… … Dictionary of Greek
μύρω — (ΑΜ μύρω) (συν. το μέσ.) μύρομαι α) οδύρομαι, χύνω δάκρυα, κλαίω («ἥ γε ξὺν παιδὶ καὶ ἀμφιπόλῳ εὐπέπλῳ πύργῳ ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε», Ομ. Ιλ.) β) (μτθ.) θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον (μσν. αρχ.) στάζω αρχ. (για ποταμό) τρέχω, ρέω, κυλώ,… … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek