-
1 χωρισμός
χωρ-ισμός, ὁ,A separation,λύσις καὶ χ. ψυχῆς ἀπὸ σώματος Pl.Phd. 67d
; χ. δέχεσθαι, opp. συνεζεῦχθαι, Arist.EN 1175a20.3 abstraction, Plot.4.7.8.II (from [voice] Pass.) a being separated, parting, departure, Plb.5.16.6, D.S.17.10; τὸν χ.ποιήσασθαι Id.2.60
; seclusion, LXXLe.12.2, 18.19;ὁ ἀπὸ θεοῦ χ. Hierocl. in CA24p.472M.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χωρισμός
См. также в других словарях:
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek