-
1 ἧπαρ
A liver, Od.9.301, Gal.2.575, etc.; of various animals, as a favourite dish,κάπρου Ar.Fr.318.5
;καπρίσκου Crobyl.7
; [ ἐρίφον] Euphro 1.23;εἰ μὴ σὺ χηνὸς ἧπαρ ἔχεις Eub.101
, cf. Ath.3.106fsq., Poll.6.49;φασγάνῳ οὖτα καθ' ἧπαρ Il.20.469
; παῖσαι ὑφ' ἧπαρ or πρὸς ἧπαρ, S.Ant. 1315, E.Or. 1063;ὑφ' ἧπαρ πεπληγμένη S.Tr. 931
; ὑφ' ἥπατος φέρειν, of pregnant women, E.Supp. 919 (lyr.): as the seat of the passions, anger, fear, etc., A.Ag. 432 (lyr.), 792 (anap.), Eu. 135, E.Supp. 599 (lyr.);χολὴν οὐκ ἔχεις ἐφ' ἥπατι Archil.131
;χωρεῖ πρὸς ἧπαρ.. δύη S.Aj. 938
; τήκειν ἧ. Call.Aet.Oxy. 2079.8, cf. Fr. 222; of love,χαλεπὸς γὰρ ἔσω θεὸς ἧπαρ ἄμυσσεν Theoc. 13.71
;τὸ μὲν θυμοειδὲς περὶ τὰν καρδίαν, τὸ δ' ἐπιθυματικὸν περὶ τὸ ἧπαρ Ti.Locr.100a
, cf. Plu.2.45of.
См. также в других словарях:
χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… … Dictionary of Greek