-
1 χυδαίος
[хидэос] εκ. обыденный, заурядный, пошлый, вульгарныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χυδαίος
-
2 вульгарный
-
3 грубый
грубый χυδαίος απότομος (резкий) ◇ \грубыйая ошибка το μεγάλο λάθος* * *χυδαίος; απότομος ( резкий)••гру́бая оши́бка — το μεγάλο λάθος
-
4 банальный
банальн||ыйприл χυδαίος, τετριμμένος. -
5 вульгарный
вульгарн||ыйприл1. (пошлый) πρόστυχος, φτηνός·2. (грубый) χυδαίος, χοντρός, ἀγροίκος·3. (упрощенный) ἀγοραίος, ἀπλοποιημένος· ◊ \вульгарныйая латынь ἡ χυδαία λατινική. -
6 дешевый
дешев||ыйприл1. φτηνός, εὐθηνός / χαμηλός (о ценах)·2. перен χυδαίος, φτηνός:\дешевыйая острота τό φτηνό ἀστείο· \дешевый успех ἡ φτηνή ἐπιτυχία. -
7 неблагородный
неблагородныйприл ἀγενής, ἀπρεπἡς, μικροπρεπής, χυδαίος:\неблагородный посту́пок ἡ ἀπρέπεια. -
8 похабный
похабныйприл χυδαίος, αίσχρός, κακοήθης. -
9 пошлый
пошл||ыйприл χυδαίος, πρόστυχος, φτηνός, τετριμμένος. -
10 пошляк
пошл||якм ὁ χυδαιολόγος, ὁ χυδαίος ἄνθρω-πος. -
11 тривиальный
тривиальн||ыйприл (о выражении) κοινός, κοινο-τοπικός, τετριμμένος/ χυδαίος, ἀγοραίος (пошлый):\тривиальныйая мысль ἡ κοινοτοπία. -
12 банальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноαγοραίος, χυδαίος, κοινός• τετριμένος, ξεφτισμένος. -
13 вульгарный
επ., βρ: рен, -рна, -рно.1. χυδαίος, αισχρός•-ые манеры χυδαίοι τρόποι συμπεριφοράς.
2. διαστρεβλωμένος, εκχυδαϊσμένος•вульгарный материализм εκχυδαϊσμένος υλισμός.
εκφρ.- ая латынь – λατινική απλολογιά (μη κλασσική). -
14 извозчичий
επ.αμαξάδικος. || μτφ. παλ. χυδαίος•-ие выражения χυδαίες εκφράσεις (όπως των αμαξάδων).
-
15 пошлеть
ρ.δ. γίνομαι πρόστυχος, χυδαίος, ελεεινός κλπ.επ.βλ. пошлый. -
16 скверный
επ.1. αχρείος, αισχρός• χυδαίος•скверный человек αχρείος άνθρωπος.
|| άσχημος, κακός, αποκρουστικός, δυσάρεστος•скверный залах άσχημη μυρουδιά.
|| (για λόγια) άσεμνος, απρεπής.2. κακός, άσχημης κατάστασης•-ая дорога κακόδρομος, παλιόδρομος•
-ая погода παλιόκαιρος.
-
17 тривиальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; τετριμμένος, κοινότοπος, -ικός, πεζός• ρουτινιέρικος. || χυδαίος• πρόστυχος. -
18 уличный
επ.1. της οδού•-ое движение η κυκλοφορία (κίνηση) στην οδό•
-ые бой οδομαχίες.
|| στραμμένος προς την οδό•уличныйая дверь πόρτα προς το δρόμο.2. ανάγωγος•-ые ребята παιδιά του δρόμου.
3. απρεπής• χυδαίος• αγοραίος•-ые фразы αγοραίες φράσεις.
См. также в других словарях:
χυδαῖος — poured out in streams masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυδαίος — α, ο / χυδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ. γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας»,… … Dictionary of Greek
χυδαίος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άξεστο όχλο, αγροίκος, πρόστυχος: Η συμπεριφορά του ήταν χυδαία. 2. φρ., «χυδαία γλώσσα», προέρχεται από τους οπαδούς της καθαρεύουσας και σημαίνει χρήση ακραίας, παρατραβηγμένης δημοτικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυδαιότερον — χυδαῖος poured out in streams adverbial comp χυδαῖος poured out in streams masc acc comp sg χυδαῖος poured out in streams neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυδαιοτέρων — χυδαῖος poured out in streams fem gen comp pl χυδαῖος poured out in streams masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυδαῖον — χυδαῖος poured out in streams masc/fem acc sg χυδαῖος poured out in streams neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυδαίως — χυδαῖος poured out in streams adverbial χυδαῖος poured out in streams masc/fem acc pl (doric) χυδαιόω make vulgar imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυδαιοτέροις — χυδαῖος poured out in streams masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυδαιοτέρους — χυδαῖος poured out in streams masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυδαιότερα — χυδαῖος poured out in streams neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυδαιότεροι — χυδαῖος poured out in streams masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)