-
1 χρῡσ-όμφαλος
χρῡσ-όμφαλος, mit goldenem Nabel, Buckel, φιάλαι Poll. 6, 98.
-
2 χρυσόμφαλος
χρῡσ-όμφᾰλος, ον,A with golden or gilded boss,φιάλη ἀργυρᾶ χ. IG12.313.65
, 314.72, 22.1544.29, cf. Chron.Lind.B.48, Poll.6.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόμφαλος
-
3 χρῡσόμφαλος
χρῡσ-όμφαλος, mit goldenem Nabel, Buckel
См. также в других словарях:
πολυόμφαλος — ον, Α (για ασπίδες και πόπανα θυσιών) αυτή που έχει πολλούς ομφαλούς, πολλές διακοσμητικές προεξοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὀμφαλός (πρβλ. μον όμφαλος, χρυσ όμφαλος)] … Dictionary of Greek
χρυσόμφαλος — ον, Α αυτός που έχει χρυσό ομφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὀμφαλός (πρβλ. ὑδρ όμφαλος)] … Dictionary of Greek