-
1 λίπα
A richly with oil, Il.10.577, 14.171, al.; χρῖσαι, χρίσασθαι λίπ' ἐλαίῳ, Od.3.466, 6.96, 10.364, Hes.Op. 522: once withoutἐλαίῳ, λοέσσατο καὶ λίπ' ἄλειψεν Od.6.227
; so later,τῷ ῥοδίνῳ ἀλείφεσθαι λίπα Hp.Mul.2.150
; ἐλαίῳ χρίων λίπα ib. 147: also without a dat., χρίεσθαι λίπα ib.1.35; λίπα ἀλείψασθαι, ἀλείψεσθαι, Th.1.6, 4.68, cf. Thphr.HP9.8.5, etc.II in Hp. sts. as Subst., neut. nom. or acc.,χρῖσμα λίπα ἔστω Mul.2.133
; μηδ' ἄλλο τι πῖον μηδὲ λίπα ἔχον ib. 145; soλίπα ἀσκεῖν D.C.53.27
. (Cf. λίπος.)
См. также в других словарях:
λίπα — (Α) επίρρ. 1. αφθόνως, πλουσίως («χρίεσθαι λίπα», Ιπποκρ.) 2. (σπαν. ως ουσ. ουδ. ονομ. ή αιτ.) καθετί το άφθονο («χρῑσμα λίπα ἔστω», Θεόφρ.) 3. (φρ. συν. στον Όμ. και στον Ησίοδ.) «λίπ ἐλαίῳ» με άφθονο λάδι («ἔχρισεν λίπ ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.).… … Dictionary of Greek