Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

χρέος

  • 21 гражданский

    гражданский
    прил πολιτικός/ юр. ἀστικός:
    \гражданскийа́нские права τά πολιτικά δικαιώματα· \гражданскийаиское право τό ἀστικό δίκαιο· \гражданскийа́нский долг τό χρέος τοῦ πολίτη· \гражданскийанская война ὁ ἐμφύλιος πόλεμος· \гражданскийанская панихида ἡ τελετή τῆς ταφής.

    Русско-новогреческий словарь > гражданский

  • 22 должник

    должник
    м ὁ ὁφειλέτης, ὁ χρεώστης:
    несостоятельный \должник ὁ ἀναξιό-χρεος ὁφειλέτης· я твой вечный \должник перен ἐγώ θά σου εἶμαι αἰώνια ὑπόχρεος.

    Русско-новогреческий словарь > должник

  • 23 зачитывать

    зачитывать I
    несов
    1. (оглашать) διαβάζω φωναχτά, ἀναγι(γ)νώσκω μεγαλο-φώνως·
    2. разг:
    \зачитывать книгу οίκειοποιοῦμαι (или ἰδιοποιούμαι) τό βιβλίο.
    зачитывать II
    несов
    1. λογαριάζω, καταχωρώ, καταλογίζω:
    \зачитывать долг καταχωρώ τό χρέος·
    2. (ставить зачет) βαθμολογώ στίς ἐξετάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > зачитывать

  • 24 неоплатный

    неопла́тн||ый
    прил ἀνεξόφλητος, ἀξε-πλήρωτος:
    я у вас в \неоплатныйом долгу τό χρέος μου ἀπέναντί σας εἶναι ἀνεξόφλητο.

    Русско-новогреческий словарь > неоплатный

  • 25 обязанностъ

    обязанн||остъ
    ж ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος, τό καθήκον:
    считать своей \обязанностъостыо θεωρῶ καθήκον μου, θεωρώ ὑποχρέωση μου· исполнять свои́ \обязанностъости ἐκπληρώνω τίς ὑποχρεώσεις μου, ἐκτελώ τό καθήκον μου· по \обязанностъости ἀπό ὑποχρέωση· вменять что-л. в \обязанностъ ὑποχρεώνω κάποιον, ἐπιβάλλω ὡς καθήκον всеобщая воинская \обязанностъ ἡ γενική στρατιωτική ὑποχρεωτική θητεία· исполняющий \обязанностъости ὁ ἐκτελῶν χρέη, ὁ ἀντικαταστάτης.

    Русско-новогреческий словарь > обязанностъ

  • 26 платежеспособный

    платежеспосо́бн||ый
    прил ἀξιό-χρεος [-ως], φερέγγυος.

    Русско-новогреческий словарь > платежеспособный

  • 27 сыновний

    сыновний
    прил τοῦ γιοῦ, ὑϊκός:
    \сыновний долг τό χρέος τοῦ γιοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > сыновний

  • 28 debt

    [det]
    (what one person owes to another: His debts amount to over $3,000; a debt of gratitude.) χρέος
    - in debt

    English-Greek dictionary > debt

  • 29 duty

    ['dju:ti]
    plural - duties; noun
    1) (what one ought morally or legally to do: He acted out of duty; I do my duty as a responsible citizen.) υποχρέωση,χρέος
    2) (an action or task requiring to be done, especially one attached to a job: I had a few duties to perform in connection with my job.) καθήκον
    3) ((a) tax on goods: You must pay duty when you bring wine into the country.) φόρος,δασμός
    - dutiful
    - duty-free
    - off duty
    - on duty

    English-Greek dictionary > duty

  • 30 indebtedness

    noun υποχρέωση,χρέος

    English-Greek dictionary > indebtedness

  • 31 задолжность

    [ζατνόλζναστ"] ста. θ. χρέος

    Русско-греческий новый словарь > задолжность

  • 32 задолжность

    [ζατνόλζναστ"] ουσ θ χρέος

    Русско-эллинский словарь > задолжность

  • 33 вернуть

    -ну, -нешь, ρ.σ.μ.
    1. επιστρέφω, επαναδίδω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    вернуть книгу επιστρέφω το βιβλίο•

    вернуть долг ξεπλερώνω το χρέος.

    2. επαναφέρω, αποδίδω•

    вернуть здоровье αποκατασταίνιο την υγεία•

    прошлого не вернуть το παρελθόν δεν ξαναγυρίζει.

    1. επανέρχομαι, επιστρέφω, γυρίζω πίσω•

    мой, брат -лся из отпуска ο αδερφός μου επέστρεψε από την άδεια•

    солдат -лся домой ο στρατιώτης γύρισε στο σπίτι του.

    || μτφ. συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου•

    ему -лось сознание αυτός συνήλθε από τη λιποθυμία.

    || μτφ. ε αναλαβαίνω•

    -к прежнему разговору ξαναγυρίζω στην κουβέντα που πριν είχαμε.

    2. -ну, -нешь, ρ.σ. (απλ.) περιστρέφω• περιστρέφω μια φορά.

    Большой русско-греческий словарь > вернуть

  • 34 взыскать

    взыщу, взышешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взысканный, βρ: -кан, -а, -о, ρ.σ.
    1. εισπράττω, παίρνω αναγκαστικά•

    взыскать долг εισπράττω το χρέος.

    2. τιμωρώ, επιβάλλω,ποινή.
    εκφρ.
    не взыши(те) – μην παραξηγείς, -είτε, να με συγχωρείς, -είτε•
    уж вы не -ите, другого угощенья нет – να μας συγχωρείτε, τίποτε άλλο δεν έχομε να σας κεράσουμε.
    ρ.σ.μ. (βλ. κλίση взыскать 1)
    παλ. ανταμείβω.

    Большой русско-греческий словарь > взыскать

  • 35 выплатить

    -ачу, -атишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выплаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    πληρώνω•

    выплатить заработную плату πληρώνω τον εργατικό μισθό.

    || πληρώνω χρέος με δόσεις.

    Большой русско-греческий словарь > выплатить

  • 36 вычесть

    -чту, -чтешь, παρλθ. χρ. вычел, -чла, -чло, μτχ. παρλθ. χρ. вычетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вычтенный, βρ: -тен, -а, -ο, επίρ. μτχ. вычтя, ρ.σ.μ.
    1. (μαθ.) αφαιρώ, βγάζω•

    вычесть семь от десяти αφαιρώ εφτά από τα δέκα.

    2. κρατώ, κάνω κράτηση από το ολικό ποσό•

    вычесть задолжность κρατώ το χρέος.

    Большой русско-греческий словарь > вычесть

  • 37 гражданский

    επ.
    1. πολιτικός• αστικός•

    -ие законы πολτική δικονομία•

    -ое право αστικό δίκαιο•

    гражданский кодекс αστικός κώδικας•

    гражданский долг το χρέος του πολίτη•

    акты -го состояния ληξιαρχικές πράξεις ληξιαρχείο•

    -ие власти οι πολιτικές αρχές•

    гражданский иск πολιτική αγωγή.

    2. ιδιωτικός (μη στρατιωτικός)•

    -ая служба πολιτική υπηρεσία•

    гражданский воздушный флот πολιτική αεροπορία•

    -ое платье πολιτική ενδυμασία.

    3. πολιτικός (μη θρησκευτικός)•

    гражданский брак πολιτικός γάμος.

    εκφρ.
    - ая смерть – πολιτικός θάνατος (στέρηση όλων των πολιτικών δικαιωμάτων).

    Большой русско-греческий словарь > гражданский

  • 38 дань

    θ.
    1. παλ. δόσιμο είδος φόρου).
    2. μτφ. χρέος, ηθική υποχρέωση•

    принести -уважения εκδηλώνω το σεβασμό•

    дань уважения ενδειξη σεβασμού.

    εκφρ.
    отдать ή заплатитьκ.τ.τ. дань α) δίνω (αποτίω) φόρο τιμής, β) κάνω υποχρεωτική υποχώρηση.

    Большой русско-греческий словарь > дань

  • 39 дебиторский

    επ.
    του χρεώστη, του οφειλέτη•

    -ая задолженность το χρέος του οφειλέτη.

    Большой русско-греческий словарь > дебиторский

  • 40 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

См. также в других словарях:

  • χρέος — that which one needs must pay neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

  • χρέος — το ους 1. καθετί που χρωστάει καθένας σε άλλον, κάθε οφειλή: Ξόφλησα το χρέος μου. 2. ηθική υποχρέωση, καθήκον: Οι φαντάροι μας στο αλβανικό μέτωπο έκαναν στο ακέραιο το χρέος τους. 3. στον πληθ., χρέη υπηρεσιακά καθήκοντα, έργο: Eκτελεί χρέη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρείη — χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χρεία need fem nom/voc sg (epic ionic) χρή sum pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέεα — χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χρέος that which one needs must pay neut nom/acc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρειῶν — χρέος that which one needs must pay neut gen pl (attic epic doric) χρεία need fem gen pl χρείζω want fut part act masc nom sg (attic epic doric) χρεώ want fem gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεῖος — χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc sg χρεῖος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρείην — χρέος that which one needs must pay neut acc sg χρεία need fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρείων — χρέος that which one needs must pay neut gen pl (doric) χρεί̱ων , χρεῖος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέεσι — χρέος that which one needs must pay neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέεσιν — χρέος that which one needs must pay neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»