-
1 аберрация
астр., опт., физ. η εκτροπή, η παρέκκλισηцветовая - см. хроматическаяРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аберрация
-
2 белила
1. (белый пигмент) η λευκή χρωματική ουσία, ο σοβάς 2. (краска) το λευκό χρώμα (βαφή), ο σοβάς, το ασβεστοκονίαμαсвинцовые - του μολύβδου, ο βασικός ανθρακικός μόλυβδοςцинковые - του ψευδαργύρου, το λευκό οξ(ε)ίδιο του ψευδαργύρουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > белила
-
3 коррекция
η διόρθωσηамплитудная свз. - του εύρους- гирокомпаса инерциальная (нвг.) κεκτημένη - της γυροπυξίδας- гирокомпаса магнитная (нвг.) μαγνητική - της γυροπυξίδαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коррекция
-
4 чувствительность
η ευαισθησίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > чувствительность
-
5 chromatic scale
(a series of musical notes, each separated from the next by a semitone.) χρωματική κλίμακα
См. также в других словарях:
χρωματικῇ — χρωματικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωματική — χρωματικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμήκης χρωματική εκτροπή — Εκτροπή κατά την οποία τα είδωλα ενός αντικειμένου, που προκύπτουν με δύο μονοχρωματικές ακτίνες, περιλαμβάνονται σε δύο επίπεδα κάθετα στον οπτικό άξονα … Dictionary of Greek
χρωματικός — ή, ό / χρωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [χρῶμα, ατος] 1. (για ύφος λόγου) στολισμένος, διανθισμένος 2. μουσ. αυτός που έχει συντεθεί έτσι ώστε να αποκτά χρώμα η μελωδία νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρώματα («χρωματικός συνδυασμός») 2. το… … Dictionary of Greek
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
Βάγκνερ, Ότο — (Otto Wagner, Βιέννη 1841 – 1918). Αυστριακός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Δάσκαλος της σχολής της Βιέννης, από την οποία προήλθαν οι μεγαλύτεροι αρχιτέκτονες του νέου ρυθμού (art nouveau, jugendstil) Χόφμαν, Όλμπριχ, Μόζερ. Το έργο του και,… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… … Dictionary of Greek
ατονικότητα — Είδος μουσικής γραφής που εμφανίστηκε στις αρχές του 20ού αι. και ξεφεύγει τελείως από τα δυτικά μουσικά πλαίσια της κλασικής τονικότητας και της αρμονίας που είναι βασισμένη στη λεγόμενη τέλεια συγχορδία. Η αρχή της α. ανάγεται συνήθως στο… … Dictionary of Greek
αχρωματισμός — Η άρση του χρωματικού σφάλματος, το οποίο οφείλεται στη διάθλαση του λευκού φωτός. Λευκό φως εννοούμε το ηλιακό φως, το φως του ηλεκτρικού λαμπτήρα, του βολταϊκού τόξου κλπ. Το λευκό φως αποτελείται από πολλά χρώματα (επτά είναι τα βασικά χρώματα … Dictionary of Greek