Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρωμάτων

  • 41 гамма

    гамм||а I
    ж в разн. знач. ἡ κλίμακα, ἡ κλίμαξ, ἡ γκάμα:
    \гамма зву́ков ἡ κλίμακα των ήχων \гамма красок ἡ γκάμα χρωμάτων играть \гаммаы παίζω γκόμες.
    гамма II
    ж (буква грея, алфавита) τό γάμμα· ◊ \гаммалучи физ. οἱ ἀκτίνες γ.

    Русско-новогреческий словарь > гамма

  • 42 переливы

    переливы
    мн.
    1. (красок) τό παίξιμο, ἡ μαρμαρυγή (χρωμάτων)·
    2. (звуков) τά τσακίσματα τής φωνής.

    Русско-новогреческий словарь > переливы

  • 43 разнообразие

    разнообразие
    с ἡ ποικιλία, ἡ ποικιλομορφία:
    \разнообразие цветов, красок ἡ ποικιλία χρωμάτων для \разнообразиеия γιά ποικιλία, χάριν ποικιλίας.

    Русско-новогреческий словарь > разнообразие

  • 44 чистота

    чистот||а
    ж
    1. (отсутствие грязи) ἡ καθαριότητα [-ης], ἡ καθαρότητα:
    \чистота помещения ἡ καθαριότητα τής αίθουσας· соблюдайте \чистотау́ νά σέβεστε τήν καθαριότητα·
    2. (отсутствие примеси) ἡ ἀγνό-τητα [-ης], ἡ καθαρότητα, ἡ γνησιότη-τα [-ης]:
    \чистота красок ἡ καθαρότητα τῶν χρωμάτων
    3. (ясность, правильность) ἡ καθαρότητα:
    \чистота зву́ка ἡ καθαρότητα τοῦ ήχου·
    4. перен ἡ ἀγνότητα [-ης], ἡ καθαρότης:
    нравственная \чистота ἡ ἡθική ἀγνότητα.

    Русско-новогреческий словарь > чистота

  • 45 colour scheme

    noun (an arrangement or choice of colours in decorating a house etc.) συνδυασμός χρωμάτων

    English-Greek dictionary > colour scheme

  • 46 двухкрасочный

    επ.
    δίχρωμος• δυό χρωμάτων.

    Большой русско-греческий словарь > двухкрасочный

  • 47 комбинация

    θ.
    1. συνδυασμός, συνταιριασμα•

    комбинация красок συνδυασμός χρωμάτων•

    комбинация звуков συνδυασμός ήχων.

    2. κομπίνα.
    3. κομπινεζόν, εσώρουχο γυναικείο.
    εκφρ.

    Большой русско-греческий словарь > комбинация

  • 48 комбинировать

    -рую, -руешь ρ.δ.
    1. μ. συνδυάζω, συνταιριάζω•

    комбинировать криски κάνω συνδυασμούς χρωμάτων.

    2. αμ. κάνω κομπίνες.
    συνδυάζομαι, συνταιριάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > комбинировать

  • 49 накатка

    θ.
    1. στρώσιμο, πάτημα δρόμου (με διαδρομές οχημάτων).
    2. κατασκευή, φτιάξιμο.
    3. κύλινδρος χρωμάτων ή σχεδίων.
    4. συσκευή περιτύλιξης.

    Большой русско-греческий словарь > накатка

  • 50 подбор

    α.
    1. εκλογή, επιλογή, διάλεγμα• διαλογή•

    подбор сотрудников επιλογή συνεργατών•

    подбор кадров επιλογή στελεχών.

    2. συλλογή•

    интерсньй подбор книг ενδιαφέρουσα συλλογή βιβλίων•

    естественный подбор φυσική επιλογή.

    || σώμα (σύνολο προσώπων ανηκόντων σε τάξη, οργάνωση, επάγγελμα). || συνδυασμός•

    прелс-тный подбор цветов θαυμάσιος συνδυασμός χρωμάτων.

    3. παλ. ντακούνι από τεμάχια δέρματος.
    εκφρ.
    в подбор – σε μια σειρά (χωρίς παράγραφο)• (как) на подбор όλοι το ίδιο, πανόμοιοι, ίδιων χαρακτηριστικών (σα να τους διάλεξες).

    Большой русско-греческий словарь > подбор

  • 51 разбавитель

    α.
    αραιωτής (χρωμάτων, βερνικιών).

    Большой русско-греческий словарь > разбавитель

  • 52 расцветка

    θ.
    1. στόλιση, -σμός.
    2. χρωματισμός, συνδυασμός χρωμάτων•

    пёстрая расцветка ποικίλος (παρδαλός) χρωματισμός.

    Большой русско-греческий словарь > расцветка

  • 53 резкость

    θ.
    1. αδρότητα, ζωηρότητα•

    красок αδρότητα χρωμάτων.

    2. το απότομο, η τραχύτητα• αυθάδεια, θρασύτητα. || βαριές λέξεις, βαριά λόγια• βωμολοχία, αισχρόλογο.

    Большой русско-греческий словарь > резкость

  • 54 сиккатив

    α.
    ουσία ξηραντική των χρωμάτων.

    Большой русско-греческий словарь > сиккатив

  • 55 соединить

    ρ.σ.μ.
    1. συνδέω, (συν)ενώνω•

    -провода συνδέω τα καλώδια•

    соединить мостом συνδέω με γέφυρα•

    соединить силы συνενώνω τις δυνάμεις.

    || συναρμολογώ. || μτφ. συνάπτω•

    соединить браком συνδέω με γάμο,

    2. συνδυάζω1• соединить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη•

    соединить храбрость с хладнокровием συνδυάζω τη γενναιότητα με την ψυχραιμία.

    3. (χημ.) ενώνω•

    соединить водород с кислородом ενώνω το υδρογόνο με το οξυγόνο.

    || αναμειγνύω, ανακατώνω•

    соединить краски κάνω συνδυασμό χρωμάτων.

    1. συνδέομαι, (συν)ενώνομαι•

    концы вервки -лись οι άκρες της τριχιάς ενώθηκαν•

    соединить телефоном συνδέομαι με τηλέφωνο•

    соединить браком συνδέομαι με γάμο.

    || συναρμολογούμαι.
    2. συνδυάζομαι•

    в нём -лись разнородные способности σ αυτόν συνδυάστηκαν διαφορετικές ικανότητες,

    3. (χημ.) ενώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > соединить

  • 56 сочетание

    ουδ.
    συνδυασμός•

    сочетание красок συνδυασμός χρωμάτων•

    сочетание теории с практикой ο συνδυασμός της θεωρίας με την πράξη•

    сочетание слов συνδυασμός λέξεων•

    различные -я διάφοροι συνδυασμοί.

    Большой русско-греческий словарь > сочетание

  • 57 сочетать

    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. συνδυάζω•

    сочетать личные интересы с общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά•

    сочетать краски κάνω συνδυασμό χρωμάτων•

    сочетать теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.

    2. ενώνω, συνδέω•

    сочетать браком συνδέω με γάμο.

    1. συνδυάζομαι.
    2. συνδέομαι, ενώνομαι (κυρίως για γάμο).

    Большой русско-греческий словарь > сочетать

  • 58 тон

    -а, πλθ. тона κ. тоны α.
    1. (μουσ. κ. φυσ.) τόνος• ήχος• φθόγγος•

    низкий тон χαμηλός τόνος•

    -ие -а υψηλοί τόνοι.

    2. (μουσ.) το μεταξύ δυο φθόγγων κανονικό διάστημα.
    3. βλ. тональность• мажорный тон ο τόνος ματζόρε•

    минорный тон ο τόνος μινόρε.

    4. ο χαρακτήρας, η χροιά ήχου, φωνής•

    чистый тон музыкального инструмента καθαρός ήχος μουσικού οργάνου.

    5. ο τόνος ομιλίας, ύφος λόγου•

    повелительный тон προστακτικός τόνος.

    || στυλ λόγου ή έργου•

    полемический тон πολεμικός τόνος.

    || χαρακτήρας, τρόπος (συμπεριφοράς, ζωής κλπ.).
    6. χρώμα, χρωματισμός• απόχρωση•

    светлые -ы οι φωτεινοί τόνοι των χρωμάτων, τα φωτεινά χρώματα.

    εκφρ.
    в тон – ομοιοχρωμία, ομοχρωμία•
    в тон (говорить сказать) – με φυσικό τόνο (λέγω, μιλώ)•
    под тон – στον ίδιο τόνο (στυλ, πνεύμα)•
    -ом выше (говорить, сказать) – με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής (μιλώ, λέγω)•
    -ом ниже (говорить, сказать) – με χαμηλό τόνο (μιλώ, λέγω)•
    задавать тонπαλ. σοβαρεύομαι, παίρνω σοβαρό ύφος• περηφανεύομαι•
    задать (дать) тон – α) μουσ. δίνω τόνο, βάση (για έναρξη τραγουδιού), β) δίνω κατεύθυνση, πορεία: дать тон собранию δίνω τον τόνο στη συνέλευση, γ) δείχνω το παράδειγμα•
    повысить – υψώνω τον τόνο της φωνής•
    сбавить (снизить, понизить) тон – χαμηλώνω τον τόνο της φωνής•
    попасть в тон – λέγω ή πράττω κάτι πετυχημένα, βαρώ στο ψητό.

    Большой русско-греческий словарь > тон

  • 59 тонкий

    επ., βρ: -нон, -нка, -нко; тоньше; тончайший.
    1. λεπτός, ψιλός, φτενός, λιανός•

    -ие нитки λεπτές κλωστές•

    тонкий слой λεπτό στρώμα•

    -ая ткань λεπτό ύφασμα.

    || αραιός, άπυ-κνος•

    тонкий туман αραιή ομίχλη.

    || μτφ. υψηλός, οξύς•

    тонкий голос λεπτή φωνή.

    2. μτφ. εύθραυστος• ευπαθής•

    тонкий механизм λεπτός μηχανισμός.

    || λεπτομερής, λεπτομερειακός•

    -ие знания οι λεπτομερείς γνώσεις•

    -ая критика λεπτή κριτική•

    тонкий анализ λεπτομερειακή ανάλυση.

    3. μτφ. δυσδιάκριτος, δυσπαρατήρητος•

    -ие оттенки красок λεπτές αποχρώσεις χρωμάτων• тонкийтонкийие различия λεπτές διακρίσεις•

    тонкий запах λίγη μυρουδιά•

    тонкий юмор λεπτό χιούμορ•

    тонкий намк λεπτός υπαινιγμός,

    4. μτφ. φίνος, ντελικάτος• σεμνοπρεπής,
    5. ευαίσθητος• οξύς•

    тонкий слух οξεία ακοή•

    -ое обоняние οξεία όσφρηση.

    6. μτφ. εύστροφος, οξύνους, σπιρτόζος.
    εκφρ.
    - ая кишка – το λεπτό έντερο•
    тонкий сон – ελαφρός ύπνος•
    тонкий яд – βραδυενεργό δηλητήριο.

    Большой русско-греческий словарь > тонкий

  • 60 туба

    θ.
    1. η τούμπα (μουσ. όργανο).
    2. μεταλλικός σωλήνας (διατήρησης χρωμάτων ή άλλων ουσιών).

    Большой русско-греческий словарь > туба

См. также в других словарях:

  • χρωμάτων — χρω̱μάτων , χρῶμα skin neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • πολυχρωμία — Έγχρωμη τυπογραφική αναπαραγωγή ενός έγχρωμου πρωτότυπου. Όπως και στην έγχρωμη φωτογραφία, όλα τα χρώματα της ίριδας μπορούν να αναπαραχθούν με τρία βασικά χρώματα. Στην τυπογραφία τα χρώματα είναι: κίτρινο, κόκκινο (ματζέντα), μπλε και μαύρο,… …   Dictionary of Greek

  • συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • επαγγελματικές νόσοι — Νόσοι που προκαλούνται από τις συνθήκες του εργασιακού περιβάλλοντος. Διακρίνονται από εκείνες τις παθολογικές καταστάσεις στις οποίες το είδος της εργασίας δρα μόνο ως τυχαίο αίτιο, όπως, για παράδειγμα, τα ατυχήματα. Σε αντίθεση με τα ατυχήματα …   Dictionary of Greek

  • στιγματογραφία — Ελληνική απόδοση του γαλλικού ζωγραφικού όρου pointillisme, που συνίσταται στην παράθεση μικρών στιγμάτων από καθαρό χρώμα, που τοποθετούνται πάνω στον καμβά σύμφωνα με τον επιστημονικό νόμο των σύγχρονων αντιθέσεων, ανακάλυψη του Γάλλου χημικού… …   Dictionary of Greek

  • ανθοδέσμη — Η ταξινόμηση των λουλουδιών με κατάλληλο συνδυασμό χρωμάτων και σχήματος, έτσι ώστε να αποτελούν αρμονικό σύνολο, ευχάριστο από αισθητική άποψη. Μία από τις προϋποθέσεις για την επιτυχημένη κατασκευή α. είναι ο τονισμός του φυσικού κάλλους του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»