-
1 ηλος
I.неупотреб. nom. к ἠλε (см.)II.дор. ἇλος ὅ гвоздь(ἧλοι σιδηροῖ καὴ ξύλινοι Xen.; ἧ. προσλαμβάνει τι πρός τι Arst.)
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον Hom. — жезл (Ахилла), усаженный золотыми гвоздями;
См. также в других словарях:
ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… … Dictionary of Greek