-
1 χρυσις
- ίδος ἥ1) золотой сосуд, золотая чаша2) шитое золотом платье3) расшитая золотом или золоченая обувь(χρυσίδας ὑποδεῖσθαι Luc.)
См. также в других словарях:
Χρυσίς — a vessel of gold fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσίς — ίδος, η, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό τής οικογένειας χρυσίδες αρχ. 1. χρυσή φιάλη («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον οἶνον ἡδύν», Αριστοφ.) 2. χρυσοΰφαντο φόρεμα («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», Λουκιαν.) 3.… … Dictionary of Greek
χρυσίς — χρῡσίς , χρυσίς a vessel of gold fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσίδων — Χρύσις masc gen pl Χρυσίς a vessel of gold fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσί — Χρυσίς a vessel of gold fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσίδα — Χρυσίς a vessel of gold fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσίδας — Χρυσίς a vessel of gold fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσίδες — Χρυσίς a vessel of gold fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσίδι — Χρυσίς a vessel of gold fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσίδος — Χρυσίς a vessel of gold fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρύσιδος — Χρύσις masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)