-
1 μελαγ-χροιής
μελαγ-χροιής, ές, = Folgd., von der dunkelbraunen Farbe eines Heldenantlitzes, Od. 16, 175; Orph. lith. 715 steht μελαγχροίης.
-
2 μελαγχροιής
μελαγ-χροιής, ές, von der dunkelbraunen Farbe eines Heldenantlitzes
См. также в других словарях:
χροιῆς — χροίζω touch the surface fut ind act 2nd sg (doric) χροιά sign. fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγχροιής — και μελανοχροιής, ές (Α) (ποιητ. τ.) μελάγχρους, μελαψός, μελαχρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χροιής (< χρώς «επιδερμίδα»). Το οι τής μορφής χροιής οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
απάλλαξις — ἀπάλλαξις ( εως), η (Α) 1. αναχώρηση ή μέσα για αναχώρηση, διέξοδος 2. απώλεια, χάσιμο («ἀπάλλαξις χροιῆς», για κάποιον που έχασε το χρώμα του) … Dictionary of Greek
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek