Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

χρησμοσύνη

См. также в других словарях:

  • χρησμοσύνη — need fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμοσύνη — ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. χρημοσύνη Α έλλειψη, χρεία αρχ. 1. επίμονη παράκληση 2. υπηρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χρημοσύνη, με δυσερμήνευτο σ . Η σύνδεση τού τ. με τη λ. χρησμός είναι εσφ.] …   Dictionary of Greek

  • χρησμοσύνηι — χρησμοσύνῃ , χρησμοσύνη need fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμοσύνην — χρησμοσύνη need fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμοσύνης — χρησμοσύνη need fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμοσύνα — χρησμοσύνᾱ , χρησμοσύνη need fem nom/voc/acc dual χρησμοσύνᾱ , χρησμοσύνη need fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»