-
1 stockbroker
χρηματιστής -
2 маклер
(фин., торг.) о μεσίτης, (товаров) о εμπορομεσίτης, (на бирже) о χρηματιστής, о χρηματο μεσίτη ςстраховой - о ασφα-λειομεσίτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маклер
-
3 трейдер
эк. το μέλος χρηματιστηρίου, ο χρηματιστής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трейдер
-
4 биржевик
би́рж||еви́км ὁ χρηματιστής. -
5 финансироватьйст
финансировать||йстм ὁ χρηματιστής, ὁ κεφαλαιοῦχος. -
6 broker
['brəukə](a person employed to buy and sell (especially shares etc) for others: an insurance broker; a stockbroker.) μεσίτης, χρηματιστής -
7 stockbroker
noun (a person who buys and sells stocks and shares for others.) χρηματομεσίτης,χρηματιστής -
8 биржевик
-а α.χρηματιστής. -
9 финансист
-а α.1. οικονομολόγος.2. χρηματιστής, κεφαλαιούχος. -
10 Business
subs.Occupation: P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ, ασχολία, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό, Ar. and P. διατριβή, ἡ.Object of attention: P. and V. σπουδή, ἡ.Duty, work: P. and V. ἔργον, τό.Business dealings: P. συμβόλαια, τά.The business of banking: P. ἡ ἐργασία τῆς τραπέζης (Dem. 946).There having been many business transactions between us: P. πολλῶν συμβολαίων ἡμῖν πρὸς ἀλλήλους γεγενημένων (Lys. 102).Man of business: P. χρηματιστής, ὁ.Agent, steward: P. and V. ταμίας, ὁ.Be a bad man of business: P. μὴ χρηστὸς εἶναι περὶ τὰ συμβόλαια (Isoc. 292A).Mind one's own business: P. and V. τὰ αὑτοῦ πράσσειν.None saw them save those whose business it was to know: P. ᾔσθετο οὐδεὶς εἰ μὴ... οἷς ἐπιμελὲς ἦν εἰδέναι (Thuc. 4, 67).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Business
-
11 Financier
subs.P. χρηματιστής, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Financier
-
12 Money maker
subs.P. χρηματιστής, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Money maker
-
13 Tradesman
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tradesman
См. также в других словарях:
χρηματιστής — money getter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστής — ο, ΝΑ [χρηματίζω] νεοελλ. πρόσωπο που ασχολείται με χρηματιστηριακές εργασίες και, σύμφωνα με τον νόμο, θεωρείται έμπορος που ασκεί δημόσιο λειτούργημα αρχ. 1. αυτός που ασχολείται με τον προσπορισμό χρημάτων 2. (στην Αίγυπτο) δικαστής … Dictionary of Greek
χρηματιστής — ο 1. αυτός που κάνει χρηματιστηριακές εργασίες. 2. μεσίτης ή αντικριστής του χρηματιστηρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρηματισταῖς — χρηματιστής money getter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματισταί — χρηματιστής money getter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστοῦ — χρηματιστής money getter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστῇ — χρηματιστής money getter masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστήν — χρηματιστής money getter masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστῶν — χρηματιστής money getter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστάς — χρηματιστά̱ς , χρηματιστής money getter masc acc pl χρηματιστά̱ς , χρηματιστής money getter masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek