-
81 χρηματίζεται
χρηματίζωnegotiate: pres ind mp 3rd sg -
82 χρηματίζηται
χρηματίζωnegotiate: pres subj mp 3rd sg -
83 χρηματίζοιεν
χρηματίζωnegotiate: pres opt act 3rd pl -
84 χρηματίζοιντο
χρηματίζωnegotiate: pres opt mp 3rd pl -
85 χρηματίζοιτε
χρηματίζωnegotiate: pres opt act 2nd pl -
86 χρηματίζοιτο
χρηματίζωnegotiate: pres opt mp 3rd sg -
87 χρηματίζομαι
χρηματίζωnegotiate: pres ind mp 1st sg -
88 χρηματίζονται
χρηματίζωnegotiate: pres ind mp 3rd pl -
89 χρηματίζοντας
χρηματίζωnegotiate: pres part act masc acc pl -
90 χρηματίζοντες
χρηματίζωnegotiate: pres part act masc nom /voc pl -
91 χρηματίζοντος
χρηματίζωnegotiate: pres part act masc /neut gen sg -
92 χρηματίζουσα
χρηματίζωnegotiate: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
93 χρηματίζουσαι
χρηματίζωnegotiate: pres part act fem nom /voc pl (attic epic doric ionic) -
94 χρηματίζουσαν
χρηματίζωnegotiate: pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) -
95 χρηματίζωμεν
χρηματίζωnegotiate: pres subj act 1st pl -
96 χρηματίζων
χρηματίζωnegotiate: pres part act masc nom sg -
97 χρηματίζωνται
χρηματίζωnegotiate: pres subj mp 3rd pl -
98 χρηματίζωσι
χρηματίζωnegotiate: pres subj act 3rd pl -
99 χρηματίζωσιν
χρηματίζωnegotiate: pres subj act 3rd pl -
100 χρηματίσαιεν
χρηματίζωnegotiate: aor opt act 3rd pl
См. также в других словарях:
χρηματίζω — χρηματίζω, χρημάτισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: χρηματίζω – χρηματίζομαι : η έννοια διαφοροποιείται. Το χρηματίζω σημαίνει → ασκώ (κυρίως δημόσια) υπηρεσία. Το χρηματίζομαι → δωροδοκούμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χρηματίζω — negotiate pres subj act 1st sg χρηματίζω negotiate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… … Dictionary of Greek
χρηματίζω — χρημάτισα, χρηματίστηκα 1. στην ενεργ. φωνή μόνο ο αόρ. είναι σε χρήση και σημαίνει άσκησα δημόσια υπηρεσία, υπήρξα: Χρημάτισε υπουργός στην κυβέρνηση Βενιζέλου. 2. το μέσο, χρηματίζομαι σημαίνει κερδίζω χρήματα, δωροδοκούμαι: Αποδείχτηκε πως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεχρηματισμένα — χρηματίζω negotiate perf part mp neut nom/voc/acc pl κεχρηματισμένᾱ , χρηματίζω negotiate perf part mp fem nom/voc/acc dual κεχρηματισμένᾱ , χρηματίζω negotiate perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίζετε — χρηματίζω negotiate pres imperat act 2nd pl χρηματίζω negotiate pres ind act 2nd pl χρηματίζω negotiate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίζῃ — χρηματίζω negotiate pres subj mp 2nd sg χρηματίζω negotiate pres ind mp 2nd sg χρηματίζω negotiate pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίσουσι — χρηματίζω negotiate aor subj act 3rd pl (epic) χρηματίζω negotiate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρηματίζω negotiate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίσουσιν — χρηματίζω negotiate aor subj act 3rd pl (epic) χρηματίζω negotiate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρηματίζω negotiate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίσω — χρηματίζω negotiate aor subj act 1st sg χρηματίζω negotiate fut ind act 1st sg χρηματίζω negotiate aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχρηματίσθην — χρηματίζω negotiate plup ind mp 3rd dual χρηματίζω negotiate aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) χρηματίζω negotiate aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)