-
41 χρηματίζουσιν
χρηματίζωnegotiate: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)χρηματίζωnegotiate: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
42 χρηματίσαι
χρηματίζωnegotiate: aor inf actχρηματίσαῑ, χρηματίζωnegotiate: aor opt act 3rd sg -
43 χρηματίσαντα
χρηματίζωnegotiate: aor part act neut nom /voc /acc plχρηματίζωnegotiate: aor part act masc acc sg -
44 χρηματίσατε
χρηματίζωnegotiate: aor imperat act 2nd plχρηματίζωnegotiate: aor ind act 2nd pl (homeric ionic) -
45 χρηματίσεται
χρηματίζωnegotiate: aor subj mid 3rd sg (epic)χρηματίζωnegotiate: fut ind mid 3rd sg -
46 χρηματίσετε
χρηματίζωnegotiate: aor subj act 2nd pl (epic)χρηματίζωnegotiate: fut ind act 2nd pl -
47 χρηματίσομεν
χρηματίζωnegotiate: aor subj act 1st pl (epic)χρηματίζωnegotiate: fut ind act 1st pl -
48 χρηματίσοντα
χρηματίζωnegotiate: fut part act neut nom /voc /acc plχρηματίζωnegotiate: fut part act masc acc sg -
49 χρηματίσοντι
χρηματίζωnegotiate: fut part act masc /neut dat sgχρηματίζωnegotiate: fut ind act 3rd pl (doric) -
50 κεχρηματικέναι
χρηματίζωnegotiate: perf inf act -
51 κεχρηματικόσιν
χρηματίζωnegotiate: perf part act masc /neut dat pl -
52 κεχρηματικότες
χρηματίζωnegotiate: perf part act masc nom /voc pl -
53 κεχρηματικότος
χρηματίζωnegotiate: perf part act masc /neut gen sg -
54 κεχρηματικώς
χρηματίζωnegotiate: perf part act masc nom /voc sg -
55 κεχρηματισμένην
χρηματίζωnegotiate: perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
56 κεχρηματισμένος
χρηματίζωnegotiate: perf part mp masc nom sg -
57 κεχρηματίκαμεν
χρηματίζωnegotiate: perf ind act 1st pl -
58 κεχρηματίκει
χρηματίζωnegotiate: plup ind act 3rd sg (attic epic) -
59 κεχρηματίσθαι
χρηματίζωnegotiate: perf inf mp -
60 κεχρημάτικα
χρηματίζωnegotiate: perf ind act 1st sg
См. также в других словарях:
χρηματίζω — χρηματίζω, χρημάτισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: χρηματίζω – χρηματίζομαι : η έννοια διαφοροποιείται. Το χρηματίζω σημαίνει → ασκώ (κυρίως δημόσια) υπηρεσία. Το χρηματίζομαι → δωροδοκούμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χρηματίζω — negotiate pres subj act 1st sg χρηματίζω negotiate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… … Dictionary of Greek
χρηματίζω — χρημάτισα, χρηματίστηκα 1. στην ενεργ. φωνή μόνο ο αόρ. είναι σε χρήση και σημαίνει άσκησα δημόσια υπηρεσία, υπήρξα: Χρημάτισε υπουργός στην κυβέρνηση Βενιζέλου. 2. το μέσο, χρηματίζομαι σημαίνει κερδίζω χρήματα, δωροδοκούμαι: Αποδείχτηκε πως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεχρηματισμένα — χρηματίζω negotiate perf part mp neut nom/voc/acc pl κεχρηματισμένᾱ , χρηματίζω negotiate perf part mp fem nom/voc/acc dual κεχρηματισμένᾱ , χρηματίζω negotiate perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίζετε — χρηματίζω negotiate pres imperat act 2nd pl χρηματίζω negotiate pres ind act 2nd pl χρηματίζω negotiate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίζῃ — χρηματίζω negotiate pres subj mp 2nd sg χρηματίζω negotiate pres ind mp 2nd sg χρηματίζω negotiate pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίσουσι — χρηματίζω negotiate aor subj act 3rd pl (epic) χρηματίζω negotiate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρηματίζω negotiate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίσουσιν — χρηματίζω negotiate aor subj act 3rd pl (epic) χρηματίζω negotiate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρηματίζω negotiate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίσω — χρηματίζω negotiate aor subj act 1st sg χρηματίζω negotiate fut ind act 1st sg χρηματίζω negotiate aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχρηματίσθην — χρηματίζω negotiate plup ind mp 3rd dual χρηματίζω negotiate aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) χρηματίζω negotiate aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)