-
1 ὑπαλύσκω
A = ὑπαλεύομαι, used by Hom. only in [tense] aor., flee from, escape,τέλος θανάτοιο.. ὑπαλύξας Il.11.451
;ὑπὸ κῆρας ἀλύξας 12.113
, cf. 327, Od.4.512;τὸ μὲν ὣς ὑπάλυξε 5.430
;ὑπάλυξεν ἀέλλας 19.189
; χρεῖος ὑπαλύξας having got quit of a debt (without paying it), 8.355 (for Il.21.126, v. ὑπαΐσσω): abs., Hes.Sc. 304, Thgn. 817: [tense] fut.ὑπαλύξειν A.R.3.336
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπαλύσκω
См. также в других словарях:
υπαλύσκω — Α διαφεύγω, ξεφεύγω («χρείος ὑπαλύξας», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀλύσκω «διαφεύγω, ξεφεύγω»] … Dictionary of Greek