-
81 εχρεμέτισε
-
82 ἐχρεμέτισε
-
83 εχρεμέτισεν
-
84 ἐχρεμέτισεν
-
85 καταχρεμετίζοντες
κατά-χρεμετίζωneigh: pres part act masc nom /voc pl -
86 καταχρεμετίζων
κατά-χρεμετίζωneigh: pres part act masc nom sg -
87 κατεχρεμετίσατο
κατά-χρεμετίζωneigh: aor ind mid 3rd sg -
88 προσεχρεμέτισαν
πρόσ-χρεμετίζωneigh: aor ind act 3rd pl -
89 χρεμετίζης
-
90 χρεμετίζῃς
-
91 χρεμετίσας
χρεμετίσᾱς, χρεμετίζωneigh: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
92 χρεμετίσασα
χρεμετίσᾱσα, χρεμετίζωneigh: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
93 заржать
[ζαρζάτ'] ρ. αρχίζω να χρεμετίζω -
94 ржать
[ρζάτ"] ρ. χρεμετίζω -
95 заржать
[ζαρζάτ'] ρ αρχίζω να χρεμετίζω -
96 ржать
[ρζάτ"] ρ χρεμετίζω -
97 заржать
-ржу, -ржешь р,σ. αρχίζω να χλιμιντρίζω, να χρεμετίζω. -
98 поржать
-ржтρ.σ.χρεμετίζω λίγο. -
99 проржать
-ржшьρ.σ.1. χλιμιντρίζω, χρεμετίζω.2. χλιμιντρίζω (για ένα χρον. διάστημα). -
100 χρεμίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρεμίζω
См. также в других словарях:
χρεμετίζω — neigh pres subj act 1st sg χρεμετίζω neigh pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετίζω — χρεμετίζω, χρεμέτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… … Dictionary of Greek
χρεμετίζω — χρεμέτισα, για τη φωνή του αλόγου, χλιμιντρίζω, χλιμιντρώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρεμετίζῃ — χρεμετίζω neigh pres subj mp 2nd sg χρεμετίζω neigh pres ind mp 2nd sg χρεμετίζω neigh pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετίσει — χρεμετίζω neigh aor subj act 3rd sg (epic) χρεμετίζω neigh fut ind mid 2nd sg χρεμετίζω neigh fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετίσῃ — χρεμετίζω neigh aor subj mid 2nd sg χρεμετίζω neigh aor subj act 3rd sg χρεμετίζω neigh fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχρεμετικότα — χρεμετίζω neigh perf part act neut nom/voc/acc pl χρεμετίζω neigh perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετιζόντων — χρεμετίζω neigh pres part act masc/neut gen pl χρεμετίζω neigh pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετισάντων — χρεμετίζω neigh aor part act masc/neut gen pl χρεμετίζω neigh aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετίζει — χρεμετίζω neigh pres ind mp 2nd sg χρεμετίζω neigh pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)