-
1 χριμα...
χρῖμα...χρῖσμα, χρῖμα- ατος τό [χρίω]1) мазь, масло Aesch.χ. σύειον Xen. — мазь из свиного сала;
χ. σησάμινον Xen. — кунжутное масло2) известка или штукатурка Luc.3) культ. помазание -
2 χριμα
-
3 περισσος
атт. περιττός 31) чрезвычайный, небывалый(δῶρα Hes.)
περισσὰ μηχανᾶσθαι Her. — творить странные дела;περισσὰ πράσσειν Soph. — делать непосильное;ἐκ περισσοῦ NT. — чрезвычайно;μᾶλλον περισσότερον NT. — еще более2) особенный, замечательный, необыкновенный(λόγος Soph.; ἄγρα, πάθος Eur.)
π. ὢν ἀνήρ Eur. — будучи необыкновенным человеком;κάλλει προσώπου θαυμαστὸς καὴ π. Plut. — замечательно красивый лицом3) превосходящий, высшийπ. τινος πρός τι Soph. — превосходящий кого-л. в чем-л;
λήψεσθαι περισσότερον χρῖμα NT. — получить более суровый приговор4) имеющийся в избытке, чрезмерный(αἱ δαπάναι Xen.)
περιττόν τι ἔχειν Xen. — иметь что-л. в избытке;ἥ περιττέ ἐπιμέλεια τοῦ σώματος Plat. — чрезмерная забота о (своем) теле;τῶν ἀρκούντων περιττά Xen. — больше, чем достаточно;οἱ περισσοὴ ἱππεῖς Xen. — резерв конницы;τοῖς περιττοῖς χρήσασθαι Xen. — использовать избыток людей5) лишний, бесполезный, ненужный(πόνος Soph.)
περισσὰ κηρύσσειν τινί Aesch. — давать кому-л. бесполезные советы;περισσοὴ πάντες οὑν (= οἱ ἐν) μέσῳ λόγοι Eur. — все примирительные слова бесполезны6) неумеренный, преувеличенный (преувеличивающий)(λόγοι Plat.; πολυπράγμων καὴ π. Polyb.)
π. ἐν ἅπασι Plut. — ни в чем не знающий меры;περὴ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβές καὴ π. Plut. — слишком уж преданный уходу за своим телом;ὅ π. ἐν τοῖς λόγοις Aeschin. — не в меру речистый7) тонкий, проникновенный, проницательный(ἀκριβές καὴ περιττέ διάνοια Arst.)
8) нечетный(ἀριθμός Plat., Arst.). - см. тж. περισσά и περισσόν
-
4 χρισμα
χρῖσμα, χρῖμα- ατος τό [χρίω]1) мазь, масло Aesch.χ. σύειον Xen. — мазь из свиного сала;
χ. σησάμινον Xen. — кунжутное масло2) известка или штукатурка Luc.3) культ. помазание
См. также в других словарях:
χρῖμα — unguent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρίμα — ίματος, τὸ, Α [χρίω] ευώδες μύρο, έλαιο κατάλληλο για επάλειψη, χρίσμα … Dictionary of Greek
Chrism — Gold vessel for chrism. The vessel is etched with the letters S.C. for sanctum chrisma. Chrism (Greek word literally meaning an anointing ), also called Myrrh (Myron), Holy anointing oil, or Consecrated Oil , is a consecrated oil used in the… … Wikipedia
σύειος — εία, ον Α [σῡς] χοιρινός, γουρουνήσιος (α. «χρῑμα... σύειον», Ξεν. β. «σύεια δίκτυα» δίχτια θηρευτικά, βρόχοι, Αιν.) … Dictionary of Greek
χρίσμα — Το άλειμμα των πιστών με το άγιο μύρο. Στην Aνατ. Ορθόδοξη Εκκλησία το χ. ήταν από παλιά συνδεδεμένο με το μυστήριο του βαπτίσματος και αποτελούσε συμπλήρωμα και επιστέγασμά του. Μετά το βάπτισμα ο ιερέας χρίει το νήπιο που βαπτίζει στα μάτια,… … Dictionary of Greek
χριμάτων — χρῑμάτων , χρῖμα unguent neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρίμασι — χρί̱μασι , χρῖμα unguent neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρίματα — χρί̱ματα , χρῖμα unguent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρίματι — χρί̱ματι , χρῖμα unguent neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρίματος — χρί̱ματος , χρῖμα unguent neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ghrēi- : ghrǝi- : ghrī- and (Lith.) ghrei- — ghrēi : ghrǝi : ghrī and (Lith.) ghrei English meaning: to smear, etc.. Deutsche Übersetzung: “darũberstreichen, hart darũberstreifen, bestreichen (also partly beschmieren, Schmutzstreifen)” Note: extension from gher “rub”; much … Proto-Indo-European etymological dictionary