Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

χορηγός

См. также в других словарях:

  • χορηγός — chorus leader masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορηγός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.), στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (8 τ. χλμ.). * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγός, θηλ. χορηγίς, ίδος, Α 1. (στην αρχ. Αθήνα) εύπορος πολίτης ο οποίος κατέβαλλε την δαπάνη… …   Dictionary of Greek

  • χορηγός — ο 1. στους αρχαίους Αθηναίους, αυτός που καταβάλλει τη δαπάνη για την παράσταση δραματικών έργων. 2. αυτός που χορηγεί. 3. προμηθευτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορηγοί — χορηγός chorus leader masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορηγούς — χορηγός chorus leader masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορηγέ — χορηγός chorus leader masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορηγῷ — χορηγός chorus leader masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορηγόν — χορηγός chorus leader masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Choregos — In the theatre of ancient Greece, chorêgos (pl. chorêgoi; Greek: χορηγός, Greek etymology: χορός chorus + ἡγεῖσθαι to lead ) was an honorary title for a wealthy Athenian citizen who assumed the public duty of financing and paying the expenses of… …   Wikipedia

  • δοτήρ — και δωτήρ, ο (θηλ. δότειρα, η) (AM) ο χορηγός, αυτός που παρέχει κάτι («ὁ δοτὴρ τῆς ζωῆς», «δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός ο θεός) αρχ. α) «ταμίαι... σίτοιο δοτῆρες» οικονόμοι που μοίραζαν ψωμί β) «ὀιστοὶ θανάτοιο δοτῆρες» βέλη που έφερναν… …   Dictionary of Greek

  • χορηγείον — και δωρ. τ. χοραγεῑον, τὸ, Α 1. χώρος όπου ο χορηγός συγκέντρωνε τους χορευτές και τους ηθοποιούς για να διδαχθούν από τον χοροδιδάσκαλο τους ρόλους τους 2. (γενικά) σχολείο, διδασκαλείο 3. ταμείο, θησαυροφυλάκιο 4. στον πληθ. τά χορηγεῑα τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»