-
1 жёлчный
жёлчный анат. χοληδόχος \жёлчный пузырь η χοληδόχος κύστη* * *анат.жёлчный пузы́рь — η χοληδόχος κύστη
-
2 пузырь
1. (вздутие) το εξόγκωμα, η φου-σκάλα, το οίδημα(волдырь) η φλύκταινα, ο πομφός2. (наполненный воздухом или газом шарик, возникающий в жидкой массе) η φυσαλλίδα, η φουσκάλα 3. анат. η κύστηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пузырь
-
3 желчный
желчн||ыйприл1. χολικός, χολώδης:\желчный пузырь анат. ἡ χοληδόχος κύστη [-ις], ἡ φούσκα τῆς χολής· \желчныйые камни мед. οἱ χολόλιθοι· \желчный проток анат. ὁ χολα-γωγός·2. перен πικρόχολος:\желчный характер ὁ φαρμακομύτης1 \желчный тон τό πικρόχολο ὕφος. -
4 пузырь
пузырьм \. ἡ φουσκαλίδα, ἡ φυ-σαλ(λ)ίδα [-ίς], ἡ μπουρμπουλήθρα, ἡ πο-μφόλυξ:мыльный \пузырь прям., перен ἡ σαπουνόφουσκα·2. (волдырь) ἡ φουσκαλίδα, ἡ φουσκάλα, ἡ φλύκταινα·3. анат. ἡ κύστις:желчный (мочевой) \пузырь ἡ χοληδόχος (ή οὐροδόχος) κύστις· плавательный \пузырь (у^ыб) ἡ νηκτική κύστις·4. (для льда) θερμοφόρα μέ πάγο· 5.· (о малыше) разг τό ἀγοράκι, τό παιδάκι. -
5 жёлчный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. χολώδης, χολικός, της χολής•жёлчный пузырь χοληδόχος κύστη•
-ые камни χολόλιθοι,• жёлчный проток χολαγωγός.
2. μτφ. χολώδης, οργίλος, πικρόχολος, οξύχολος, οξύθυμος. || μτφ. φαρμακερός, πικρός, δηκτικός. -
6 желчный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. χολώδης, χολικός, της χολής•желчный пузырь χοληδόχος κύστη•
-ые камни χολόλιθοι,• желчный проток χολαγωγός.
2. μτφ. χολώδης, οργίλος, πικρόχολος, οξύχολος, οξύθυμος. || μτφ. φαρμακερός, πικρός, δηκτικός.
См. также в других словарях:
χοληδόχος — containing bile masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοληδόχος — και χολοδόχος, ο / χοληδόχος και χολοδόχος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, και χολιοδόχος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει χολή 2. φρ. α) «χοληδόχος κύστη» και «χοληδόχος κύστις» ανατ. μεμβρανώδης απιοειδής σάκος, προσαρτημένος στην κάτω επιφάνεια τού… … Dictionary of Greek
χοληδόχος κύστη — Σακκοειδής σχηματισμός που επικοινωνεί με τις χοληφόρους οδούς μέσω του κυστικού πόρου. Βρίσκεται κάτω από το συκώτι, μαζεύει τη χολή, τη συμπυκνώνει και όταν συσπάται την εκχύνει στο δωδεκαδάκτυλο κατά τα γεύματα ή μετά από άλλα ερεθίσματα. Η… … Dictionary of Greek
χοληδόχος, -ος, -ο — αυτός που περιέχει τη χολή: Του αφαίρεσαν τη χοληδόχο κύστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοληδόχον — χοληδόχος containing bile masc/fem acc sg χοληδόχος containing bile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοληδόχα — χοληδόχος containing bile neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοληδόχοι — χοληδόχος containing bile masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοληδόχοις — χοληδόχος containing bile masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοληδόχου — χοληδόχος containing bile masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοληδόχους — χοληδόχος containing bile masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοληδόχων — χοληδόχος containing bile masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)