Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

χλόης

См. также в других словарях:

  • χλοῆς — χλοάω grow pale pres ind act 2nd sg (doric) χλοάω grow pale pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) χλοάζω to be bright green fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χλόης — Χλόη the first green shoot of plants fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλόης — χλόη the first green shoot of plants fem gen sg (attic epic doric ionic) χλοάω grow pale pres ind act 2nd sg χλοάω grow pale imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γουίτμαν, Γουόλτ — (Walt Whitman, Γουέστ Χιλς, Λονγκ Άιλαντ 1819 – Νιου Τζέρσεϊ 1892). Αμερικανός ποιητής. Σε ηλικία δώδεκα ετών άρχισε να εργάζεται σε ένα μικρό τυπογραφείο και το 1846 ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας Daily Eagle του Μπρούκλιν. Η δημοσιογραφική …   Dictionary of Greek

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …   Dictionary of Greek

  • ξανθόχλους — ξανθόχλους, ουν και οος, οον (Α) κιτρινοπράσινος, αυτός που έχει χρώμα κιτρινωπό σαν τής ξερής χλόης («φοινικόχλοος ξανθόχλοος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χλοος / χλους (< χλόη)] …   Dictionary of Greek

  • ποεσίχρους — ουν και ποεσίχροος, οον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής πόας, τής χλόης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόα + χροος / χρους (< χρώς «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. μηλό χρους] …   Dictionary of Greek

  • ποώδης — ες, ΝΜΑ, και ποιώδης, Α [πόα / ποία] 1. αυτός που ανήκει στο είδος τής πόας 2. αυτός που μοιάζει με πόα νεοελλ. φρ. α) «ποώδη φυτά» ή, απλώς, «τα ποώδη» τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνο την οικογένεια αγρωστώδη β)… …   Dictionary of Greek

  • πόα — Γένος φυτών (οικογένεια: αγρωστίδες ή γραμμινίδες, μονοκοτυλήδονα) που είναι από τα πιο κοινά στα βοσκοτόπια και στα λιβάδια, όπου σχηματίζουν τούφες συνήθως αραιές. Φύονται στις χλοερές τοποθεσίες διάφορα είδη (π. η λειμώνια, π. η ετησία, π. η… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»