-
1 юморист
-
2 юморист
юмор||истм ὁ εὐθυ-μογράφος, ὁ χιουμορίστας.
См. также в других словарях:
χιουμορίστας — ο, Ν 1. αυτός που έχει χιούμορ, που μιλά ή γράφει με χιούμορ 2. (ειδικά) ευθυμογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιούμορ + ίστας*] … Dictionary of Greek
χιουμοριστής — και ουμοριστής, ο, Ν χιουμορίστας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. humoriste (βλ. και λ. χιούμορ)] … Dictionary of Greek
Ζαμπέτας, Γεώργιος — (Αθήνα 1925 – Αθήνα 1992). Συνθέτης και ερμηνευτής του λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού. Μεγάλωσε στην Ακαδημία Πλάτωνος και έμαθε μπουζούκι από τον πατέρα του, ερασιτέχνη μουσικό. Πρωτοεμφανίστηκε στο μουσικό στερέωμα το 1953 και γρήγορα… … Dictionary of Greek
Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… … Dictionary of Greek
Στόκτον, Φράνσις Ρίτσαρντ — (Stockton). Αμερικανός χιουμορίστας συγγραφέας (Φιλαδέλφεια 1834 – Ουάσινγκτον 1902). Συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά και έγραψε πολλά βιβλία για παιδιά μεταξύ των οποίων Ο πλωτός πρίγκιπας και άλλα παραμύθια (1881) αλλά το βιβλίο που τον… … Dictionary of Greek