-
1 χθών
a earth, soil, groundοὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63
χαλκέαις δ' ὁπλαῖς ἀράσσεσκον χθόν P. 4.226
“ ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει” P. 9.46ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ P. 10.51
ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν N. 1.14
χθονὶ γυῖα καλύψαι (τεθνάναι Σ.) N. 8.38ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25
μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις I. 4.18
κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι Pae. 8.73
ἢ παγετὸν χθονός Pae. 9.18
κατὰ [χ]θόν ε[ (supp. Lobel) Δ. 4. h. 12. τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι (v. l. χέρσον) fr. 75. 16. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1. ὅσ' ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν (Reiske: ἀγλαόχθων codd.) fr. 220. 2.b landὅτε χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55
of Delphi,ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι P. 6.4
παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.34
χθονὸς ὀμφαλὸν παρὰ σκιάεντα Pae. 6.17
of Delos, χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας fr. 30c. 3. τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. opp. to sea,λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος O. 9.50
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.48
καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 4.41
frag.,ἐλα]χύνωτον στέρνον χθονός Pae. 4.14
ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.14
cf. fr. 220. 2, O. 2.63c land, countryἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31
τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστὴρ O. 7.30
ἐς εὐδείελον χθόνα —κλειτᾶς Ἰαολκοῦ P. 4.77
νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς P. 9.7
“ ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται” P. 9.56τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον Pae. 2.60
χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42
d fragg. ]ναιγιν χθόν, α[ fr. 215b. 7. ] χθονος αἰχμα[ (? ἐλασι]χθονος Snell) fr. 215c. 5. -
2 χθών
χθών, ἡ, gen. χϑονός, Erde, Erdboden; ὑπὸ χϑὼν σμερδαλέον κονάβιζε ποδῶν Il. 2, 465; ἐπὶ χϑονὶ κεῖτο τανυσϑείς 20, 483, u. sonst; sie heißt εὐρεῖα oft, wie εὐρυόδεια, πολυβότειρα; Hom. vrbdt auch ἐμεῠ ζῶντος καὶ ἐπὶ χϑονὶ δερκομένοιο, Il. 1, 88 Od. 16, 439; vgl. ἐπὶ χϑονὶ σῖτον ἔδοντες 8, 222; δύςζηλοι γάρ τ' εἰμὲν ἐπὶ χϑονὶ φῠλ' ἀνϑρώπων 7, 307; χϑονὸς μὲν εἰς τηλουρὸν ἥκομεν πέδον Aesch. Prom. 1; κίον' οὐρανοῦ τε καὶ χϑονὸς ὤμ οις ἐρείδων 349; u. oft in diesem Ggstz bei den Tragg., wie im Ggstz von ϑάλασσα, Aesch. Ag. 562; χϑόνα δύμεναι, unter die Erde gehen, d. i. sterben, Il. 6, 411; Hes. Sc. 151; wie ὁ κατὰ χϑονὸς Ἅιδης Aesch. Ag. 1359; οἱ ὑπὸ χϑονὸς φίλοι, die Todten in der Unterwelt, Ch. 820; Ἐτεοκλέα κατὰ χϑονὸς ἔκρυψε Soph. Ant. 24, wie ὑπ ὸ χϑονὸς κεκε υϑέναι Aesch. Spt. 588. – Dah. das Innere der Erde, der Erdschooß, s. Herm. Eur. Hec. 70. – Bei den Tragg. auch von den einzelnen Ländern, πᾶσα χϑὼν Ἀσιῆτις Aesch Pers. 61; ἔς τε Φωκέων χϑόνα 477, u. öfter; Soph. Phil. 477. 660 Ant. 1147 u. sonst; u. überh. = πόλις, Valck. Eur. Phoen. 6, Seidl. Troad. 4. – Vgl. χαμαί, humus.
-
3 χθων
χθονός ἥ1) земля, почва(ἐπὴ χθονὴ βαίνειν Hom.)
ἐπὴ χθόνα ἀποβαίνειν ἐξ ἵππων Hom. — сойти с коней на землю, спешиться;χθόνα ταράσσειν Pind. — ворочать, т.е. обрабатывать землю;χθόνα δύμεναι Hom., Hes. — погрузиться в землю, т.е. умереть;κατὰ χθονὸς κρύπτειν τινά Soph. — хоронить кого-л.;οἱ ὑπὸ χθονός Aesch., Soph. — усопшие;κατὰ χθονὸς θεαί Aesch. — богини подземного царства2) земля, мир(ὅ περὴ πᾶσαν εἱλισσόμενος χθόνα Ὠκεανός Aesch.; πάντων ἄριστος ἀνέρ τῶν ἐπὴ χθονί Soph.)
3) земля, страна, край(χ. Ἀσία Aesch.; χ. Κορινθία Soph.)
κεκευθέναι πολεμίας ὑπὸ χθονός Aesch. — быть погребенным во вражеской стране;ἥδε χ. Soph. — эта, т.е. наша страна4) город(τῆσδε δημοῦχος χθονός Soph.)
-
4 Χθων
-
5 Χθών
Χθώνearth: fem nom /voc sg -
6 χθών
χθώνearth: fem nom /voc sg -
7 χθών
A earth, esp. the surface of it (rarely soil,χθονὸς τρίμοιρον χλαῖναν A.Ag. 872
): poet. word (Com. only in lyr. or paratrag.), very rare in Prose, LXX 3 Ki.14.15 (cod. Alex.), Supp.Epigr. 2.520 ([place name] Rome); seldom with Art. (only when an Adj. is added, v. infr. 11);ἀπὸ χ. ὑψόσ' ἀερθείς Od.8.375
, cf. 10.149, Il.14.349; , cf. 11.619;ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθείς 20.483
;κατέθηκεν ἐπὶ χθονί 6.473
, cf. 3.89;χθονὶ φύλλα πελάσσαι 13.180
; ἐπὶ χ., opp. οὐρανῷ, 4.443; ;ἐπὶ χ. σῖτον ἔδοντες Od.8.222
, etc.;τοὶ ἐπὶ χ. ναιετάουσι 6.153
;ἄριστον ἄνδρα τῶν ἐπὶ χ. S.Tr. 811
; χθόνα δύμεναι to go beneath the earth, i.e. to die, Il.6.411, Hes.Sc. 151; ἐτέθαπτο ὑπὸχθονός Od.11.52
; κεκευθὼς ὑπὸ χθονὸς buried, A.Th. 588;κατὰ χθονὸς κρύψαι τινά S.Ant.24
, cf. OC 1546 ([voice] Pass.);χθονὶ γυῖα καλύψαιμι Pi.N.8.38
;κούφα σοι χ. ἐπάνωθε πέσοι E.Alc. 463
(lyr.); opp. θάλασσα, A.Ag. 576; ὑπὸ χθονός, of the nether world,Τάρταρον.., ἧχι βάθιστον ὑπὸ χ. ἐστι βέρεθρον Il.8.14
;κάτω μελαίνας χ. Alc.Supp.7.10
, cf. A.Eu.72; οἱ ὑπὸ χ. φίλοι, i.e. those in the shades below, Id.Ch. 833 (lyr.), cf. S.Ant.65; ὦ κατὰ χθονὸς θεαί, i.e. the Erinyes, A.Eu. 115; εἰς τοὺς ἔνερθε καὶ κάτω χ. τόπους ib. 1023.II land, country, once in Hom., εἴσατο δὲ χ., of Ithaca, Od. 13.352; πολύμηλος χ., of Libya, Pi.P.9.7; εὔκαρπος χ., of Sicily, Id.N.1.14; freq. in Trag., freq. without Art., χ. Ἀσιᾶτις, Φωκέων, A.Pers.61 (anap.), 485; with Art.,πᾶσαν τὴν Μυκηναίων χθόνα S.El. 423
;τῆς περιρρύτου χ. Αήμνου Id.Ph.1
;τὴν Κορινθίαν χ. Id.OT 795
;τὴν ἐμὴν χ. Id.Aj. 846
; τῆς Ἀθηναίων χ. (paratrag.) Ephipp. 14.13; even of a city,τῆσδε δημοῦχοι χ. S.OC 1348
;νόμους χθονός Id.Ant. 368
(lyr.), cf. OT 736, 939; Com.,ὦ πόλι φίλη Κέκροπος,.. οὖθαρ ἀγαθῆς χθονός Ar.Fr. 110
(lyr.);ξένης ἀπὸ χ. Eup.71
(paratrag.). (Cf. Skt. loc. k[ snull ] ámi 'on the ground', Hittite tegan 'ground', Tocharian tkan- 'place', Ir. dū 'place' (acc. don, dat. dun).) -
8 χθών
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χθών
-
9 χθών
χθών, ἡ, Erde, Erdboden; χϑόνα δύμεναι, unter die Erde gehen, = sterben; οἱ ὑπὸ χϑονὸς φίλοι, die Toten in der Unterwelt. Dah. das Innere der Erde, der Erdschoß -
10 περι-χθών
-
11 παλαί-χθων
παλαί-χθων, ονος, von Alters her einheimisch in einem Lande, wie αὐτόχϑων; Ἄρης, Aesch. Spt. 100; παλ. Ἀϑηναίων δῆμος, Ep. ad. 158 ( App. 362).
-
12 πλουτό-χθων
πλουτό-χθων, γόνος, Frucht aus reicher Erde, vom Ertrage der Bergwerke, Aesch. Eum. 907, Schol. ὁ ἐκ γῆς πλουτίζων καρπός.
-
13 σεισί-χθων
σεισί-χθων, ὁ, Erderschütterer, Beiw. des Poseidon; Pind. I. 1, 52; Luc. philop. 6.
-
14 τηλέ-χθων
-
15 κῑνησί-χθων
κῑνησί-χθων, ονος, erderschütternd, Schol. Soph. Ant. 154, Erkl. von ἐλελίχϑων.
-
16 μεσό-χθων
-
17 βαθύ-χθων
βαθύ-χθων, αἶα, = βαϑύγειος, Aesch. Spt. 288.
-
18 θερσί-χθων
θερσί-χθων, die Erde erwärmend, Hesych.
-
19 αὐτό-χθων
αὐτό-χθων, ονος, aus dem Lande selbst, eingeboren, λαός Eur. Ion. 29; vgl. 589. 737; οἱ αὐτόχϑονες, nicht als Ansiedler aus der Femde gekommene, sondern ursprüngliche, von jeher einheimische Volksstämme, Her. oft u. Folgde; bes. werden die Athener oft so genannt, μόνοι γὰρ πάντων ἀνϑρώπων, ἐξ ἧσπερ ἔφυσαν, ταύτην ᾤκησαν, καὶ τοῖς ἐξ αὐτῶν παρέδωκαν Dem. 60, 4; auch adj., αὐτόχϑων παὶ γνησία ἀρετή Lys. 2, 43.
-
20 ἀντί-χθων
ἀντί-χθων, ἡ, Gegenerde, Land der Gegenfüßler, Arist. coel. 2, 13; οἱ ἀντίχϑονες, die Gegenfüßler, Sp. Vgl. Plut. plac. philos. 3, 11.
См. также в других словарях:
Χθών — earth fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθών — earth fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek
Κούφα σοὶ χθὼν ἐπάνωθεν πέσοι. — κούφα σοὶ χθὼν ἐπάνωθεν πέσοι. См. Дай Бог, чтобы земля на нем легким пухом лежала … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. — τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. См. Чтоб мне сквозь землю провалиться! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χθονί — Χθών earth fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθονί — χθών earth fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χθονός — Χθών earth fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθονός — χθών earth fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χθόνα — Χθών earth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθόνα — χθών earth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)