-
1 χηραμενος
См. также в других словарях:
χηράμενος — ο, θηλ. χηράμενη, Ν χηρευάμενος, χήρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηρ εύω, κατά τις μτχ. σε άμενος (πρβλ. λεγ άμενος)] … Dictionary of Greek
χηρευάμενος — ο, θηλ. χηρευάμενη, Ν χηράμενος, χήρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηρεύω, κατά τις αρχ. μτχ. σε άμενος, πρβλ. ἱστ άμενος (πρβλ. λεγ άμενος, πετ άμενος)] … Dictionary of Greek