-
1 διεχω
(fut. διέξω, aor. 2 διέσχον)1) раздвигать, расставлять(τὰς χεῖρας Polyb., Plut. - преимущ. для того, чтобы разнять противников)
τὰς χεῖρας ἐν μέσῳ δ. Plut. — выступать примирителем2) разделять, разобщать(ὅ ποταμὸς διέχων τὰ ῥέεθρα ἀπ΄ ἀλλήλων τρία στάδια Her.)
διασχὼν τοὺς μαχομένους ἐνέβαλε τοῖς βαρβάροις Plut. — прорвавшись через сражающихся, он бросился на варваров;κελεύσας διασχεῖν (тж. δ. τὸ πλῆθος) τοὺς ῥαβδοφόρους Plut. — приказав ликторам расчистить дорогу (через толпу)3) проникать, проходить внутрь(ἀντικοὺ διέσχε δουρὸς ἀκωκή Hom.; ἥ διῶρυξ ἥ ἐκ τοῦ Νείλου διέχουσα ἐς τὸν κόλπον Her.; διὰ τῶν σπλάγχνων διέχουσιν αἱ φλέβες Arst.)
4) быть удаленным, отстоять(ἀλλήλων и ἀπ΄ ἀλλήλων Thuc., Xen.)
διέχοντες πολὺ ᾔεσαν Thuc. — они шли на большом расстоянии друг от друга;διασχεῖν ὡς δύο στάδιά τινος Polyb. — находиться стадиях в двух от чего-л.;οὐ διέσχον ἡμέραι τρεῖς Soph. — не прошло и трех дней5) простираться в ширину(ὅ Ἑλλήσποντος σταδίους ὡς πεντεκαίδεκα διέχει Xen.)
6) разниться, различатьсяτὸ ὅμοιον ἐν πολὺ διέχουσι θεωρεῖν Arst. — видеть сходство в весьма различном7) широко раскрывать, распахивать8) расходиться, расступатьсяδιασχεῖν τινι ἐν μέσῳ καταστῆναι Plut. — расступившись, пропустить кого-л. в середину
-
2 εισμασσομαι
ион.-дор. ἐσμάσσομαι всовывать, просовывать(ἐς κόλπον ἐσεμάξατο χεῖρας Theocr.)
-
3 ληγω
1) сдерживать, унимать(μένος Hom.; γόον Anth.)
; удерживать(χεῖρας φόνοιο Hom.)
2) прекращать, кончать, переставать, класть конец(ἔριδος, φόνοιο, χοροῦ Hom.; μόχθου Eur.; λ. τῆς ὀδύνης Plat.)
ἐν σοὴ μὲν λήξω, σέο δ΄ ἄρξομαι Hom. — тобой я закончу (речь), но с тебя же и начну;λ. τοῦ βίου Xen. — кончать жизнь, умирать;οὔποτε λήγει κινούμενον Plat. — (то, что является источником движения), никогда не перестает двигаться;ἥ λήγουσα (sc. συλλαβή) грам. — конечный слог3) прекращаться, кончаться(ἥ ἡμέρα οὕτως ἔληξε Xen.; λήγοντος τοῦ χειμῶνος Arst.)
λήξαντος οὔρου Pind. — когда ветер улегся;
См. также в других словарях:
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek