-
1 κούφισμα
κούφισμα, τό, das Erleichtern, die Erleichterung, Unterstützung; χειρὸς ϑυραίας ἀμμένειν κουφίσματα Eur. Phoen. 855; – πρὸς τὰς τύχας, Trost, Plut. Consol. ad Apoll. p. 349.
-
2 κουφισμα
- ατος τό облегчение, утешение, поддержкаχειρὸς θυραίας ἀμμένειν κουφίσματα Eur. — ожидать посторонней помощи;
κ. πρὸς τὰς τύχας Plut. — утешение в превратностях судьбы