-
1 худший
-
2 хуже
-
3 наихудший
-ая, -ееεπ. υπερθ. β. ο χειρότερος, ο πιο χειρότερος, χείριστος, κάκιστος•-его вида του χειρίστου είδους.
-
4 ухудшенный
επ. από μτχ.χειρότερος, που έγινε χειρότερος•-ая порода χειροτερευμένη ράτσα.
-
5 наихудший
наихудшийприл ὁ χειρότερος, ὁ χείριστος, κάκιστος:\наихудший результат τό χειρότερο ἀποτέλεσμα. -
6 ухудшаться
ухудш||атьсяγίνομαι χειρότερος, ἐπιδεινοῦμαι, χειροτερεύω (ά/ίβτ.). -
7 худший
ху́дш||ийприл (сравнит, и превосх. ст. от плохой и худо́й II, 1) χειρότερος, πιό κακός:самое \худшийее τό χειρότερο· самое \худшийее уже позади οἱ μεγαλύτερες δυσκολίες πέρασαν πια -
8 наихудший
[ναιχούντσυϊ] εκ. χειρότερος -
9 худший
[χούντσυΐ] επ. χειρότερος -
10 наихудший
[ναιχούντσυϊ] επ χειρότερος -
11 худший
[χούντσυϊ] επ χειρότερος -
12 обсевок
-вка α. (διαλκ.).1. άσπαρτο μικρό μέρος χωραφιού.2. πλθ. -и υπόλειμμα σπόρου απ ο τη σπορά.εκφρ.(не) обсевок в поле – (δεν) είμαι χειρότερος από τους άλλους ή τυχαίος. -
13 паршиветь
-ею, -еешьρ.δ.1. (για ζώα) ψωριάζω.2. χειροτερεύω, γίνομαι χειρότερος. -
14 последний
-яя, -ееεπ.1. τελευταίος, τελικός• (υ)στερνός•последний дом на улице το τελευταίο σπίτι της οδού•
последний параграф τελευταία παράγραφος•
самый последний ο πιο τελευταίος, ακρο-τελευταίος, ο έσχατος.
|| επιθανάτιος•последний час η τελευταία ώρα ή στιγμή•
-яя воля η επιθανάτια επιθυμία•
последний вздох ξεψύχισμα.
|| ουσ. ουδ. -ее το τελευταίο•отдать и -ее δίνω,και το τελευταίο.
2. νεότατος•-яя мода τελευταία μόδα•
-ее слово техники η τελευταία λέξη της τεχνικής.
3. τελειωτικός.4. κατώτατος, έσχατος• χείριστος, ο χειρότερος. || απρεπέστατος• υβριστικός.εκφρ.- ие времена – άσχημοι (δύσκολοι) καιροί•до -его – ως εκεί που δεν παίρνει άλλο. -
15 хуже
συγκρ. β. του επιθέτου•худойлиос1, του επίρ. худо? χειρότερος• χειρότερα.
См. также в других словарях:
χειρότερος — masc nom sg χερείων mcaner masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρότερος — η, ο / χειρότερος, τέρα, ον, ΝΜΑ, και χερότερος Ν, και τ. χερειότερος Α πιο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο δυσάρεστος ή ανεπιθύμητος (α. «ο ένας κακός κι ο άλλος χειρότερος» β. «ὑπ ἀνδράσι χειροτέροισιν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. φρ. α) «τόσο το … Dictionary of Greek
χειρότερος — η, ο επίρρ. α συγκριτικός του κακός 1. περισσότερο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας: Ο καιρός σήμερα είναι χειρότερος από χτες. 2. το ουδ. ως ουσ., χειρότερο χειρότερη ποιότητα, αξία, κατάσταση κ.ά.: Όποιος δε δει τα χειρότερα δε θυμάται τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροτέρως — χειρότερος adverbial χειρότερος masc acc pl (doric) χερείων mcaner adverbial (epic) χερείων mcaner masc acc pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρότερον — χειρότερος masc acc sg χειρότερος neut nom/voc/acc sg χερείων mcaner masc acc sg (epic) χερείων mcaner neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέρη — χειρότερος fem nom/voc sg (epic ionic) χερείων mcaner fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέρην — χειρότερος fem acc sg (epic ionic) χερείων mcaner fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέροις — χειρότερος masc/neut dat pl χερείων mcaner masc/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέροισι — χειρότερος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) χερείων mcaner masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέροισιν — χειρότερος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) χερείων mcaner masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέρους — χειρότερος masc acc pl χερείων mcaner masc acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)