-
1 труд
труд м 1) (работа) η εργασία, η δουλεία; физический (умственный) \труд η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία 2) (усилие) о μόχθος, η δυσκολία, ο κόπος; без \труда χωρίς δυσκολία; с \трудом με δυσκολία 3) (сочинение) το έργο, το σύγγραμμα* * *м1) ( работа) η εργασία, η δουλειάфизи́ческий (у́мственный) труд — η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία
2) ( усилие) ο μόχθος, η δυσκολία, ο κόποςбез труда́ — χωρίς δυσκολία
с трудо́м — με δυσκολία
3) ( сочинение) το έργο, το σύγγραμμα -
2 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
3 работа
работ||аас1. ἡ δουλειά, ἡ ἐργασία/ ἡ λειτουργία (механизма и т. п.):тяжелая \работа ἡ βαρειά δουλειά, ἡ βάναυσος ἐργασία· физическая \работа ἡ χειρωνακτική ἐργασία· у́мственная \работа ἡ διανοητική ἐργασία· общественная \работа ἡ κοινωνική ἐργασία· полевые \работаы δουλειά στά χωράφια· сельскохозяйственные \работаы οἱ γεωργικές ἐργασίες· фортификационные \работаы τά ὁχυρωματικά ἔργα· взяться за \работау ἀρχίζω τήν δουλειά·2. (служба) ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:временная \работа ἡ προσωρινή δουλειά· \работа по найму ἡ μισθωτή ἐργασία· поступить на \работау πιάνω δουλειά, μπαίνω στήν δουλειά, μπαίνω στήν ὑπηρεσία· снять с \работаы ἀπολύω ἀπ' τήν δουλειά· быть без \работаы εἶμαι ἄ(ν)εργος, εἶμαι χωρίς δουλειά· искать \работау ψάχνω νά βρῶ δουλειά·3. (произведение) τό ἔρ-γο[ν], ἡ ἐργασία:печатные \работаы τά δημοσιευμένα ἔργα· дипломная \работа ἡ πτυχιακή ἐργασία· машинной \работаы (δουλειά) τής μηχανής· ручная \работа ἡ χειροποίητη ἐργασία· тонкая \работа ἡ λεπτή ἐργασία· ◊ черная \работа ἡ χειρωνακτική δουλειά, ἡ χοντροδουλειά· взять в \работау кого-л. разг παίρνω στή δουλειά· уйти с головой в \работау ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος στή δουλειά. -
4 труд
1. (деятельность человека, работа) η εργασί/α, η δουλειάпроизводительность - а παραγωγικότητα της - ας, αποδοτικότητα της - αςручной - см. физический -умственный - πνευματική -, διανοητική -2. (сочинение, произведение) το σύγγραμμα, η μελέτηη εργασίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > труд
-
5 труд
трудж1. ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:физический (у́мственный) \труд ἡ χειρωνακτική (ἡ διανοητική) ἐργασία· наемный \труд ἡ μισθωτή ἐργασία· разделение \труда ὁ καταμερισμός τής ἐργασίας· охрана \труда ἡ προστασία τής ἐργασίας· производительность \труда ἡ παραγωγικότητα, ἡ ἀποδοτικότητα τής ἐργασίας· жить своим \трудо́м ζῶ ἀπ' τή δουλειά μου·2. (заботы, хлопоты) ἡ φροντίδα/ ὁ κόπος (старание)/ ἡ προσπάθεια (усилие):с большим \трудо́м μέ μεγάλη προσπάθεια, μέ μεγάλο κόπο· взять на себя \труд κάνω τόν κόπο· не стоит \труда δέν ἀξίζει τόν κόπο·3. (сочинение) τό σύγγραμμα, ἡ μελέτη:нау́чный \труд τό ἐπιστημονικό σύγγραμμα· список печатных \трудов ὁ κατάλογος τῶν ἐργασιών πού δημοσιεύτηκαν.
См. также в других словарях:
επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… … Dictionary of Greek
συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… … Dictionary of Greek