Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χειροτερεύω

  • 21 отягчать

    [ατιγκτσάτ'] ρ. χειροτερεύω, επιδεινώνω

    Русско-греческий новый словарь > отягчать

  • 22 усугублять

    [ουσουγκουμπλγιάτ'] ρ. μεγαλώνω, επιδεινώνω, χειροτερεύω

    Русско-греческий новый словарь > усугублять

  • 23 усугубляться

    [ουσουγκσυμπλγιάτσα] ρ. χειροτερεύω

    Русско-греческий новый словарь > усугубляться

  • 24 отягчать

    [ατιγκτσάτ'] ρ χειροτερεύω, επιδεινώνω

    Русско-эллинский словарь > отягчать

  • 25 усугублять

    [ουσουγκουμπλγιάτ'] ρ μεγαλώνω, επιδεινώνω, χειροτερεύω

    Русско-эллинский словарь > усугублять

  • 26 усугубляться

    [ουσουγκσυμπλγιάτσα] ρ χειροτερεύω

    Русско-эллинский словарь > усугубляться

  • 27 заплошать

    ρ.σ. (διαλκ.) χειροτερεύω.

    Большой русско-греческий словарь > заплошать

  • 28 извратить

    -ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. извращённый, βρ: -шен, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    διαστρεβλώνω, διαστρέφω παραμορφώνω•

    извратить истину διαστρέφω την αλήθεια•

    извратить события διαστρεβλώνω τα γεγονότα•

    извратить смысл слов διαστρεβλώνω το νόημα των λέξεων.

    || χαλνώ, διαφθείρω, εκφυλίζω.
    διαστρεβλώνομαι με-μεταστρέφομαι, χειροτερεύω.

    Большой русско-греческий словарь > извратить

  • 29 колебать

    -блю, -блешь, προστκ. колебли;
    επιρ. μτχ. колебля
    ρ.δ. μ.
    1. κλονίζω, κουνώ, σείω• δονώ, κραδαίνω, πάλλω• ταλαντεύω•

    ветер -ет деревья ο άνεμος κλονίζει τα δέντρα.

    2. μτφ. χαλαρώνω ή χειροτερεύω μια κατάσταση•

    колебать устои государства κλονίζω τα θεμέλια του κράτους•

    колебать авторитет κλονίζω το κύρος.

    1. κλονίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. μτφ. (δια)κυμαίνομαι, μεταβάλλομαι, αυξομειώνομαι•

    цены на продукты -ются οι τιμές στα τρόφιμα δεν είναι σταθερές•

    температура воздуха -ется от 12 до 22 гр. тепла η θερμοκρασία του αέρα κυμαίνεται από 12 ως 22 βαθ. πάνω από το μηδέν.

    3. μτφ. διστάζω, ενδοιάζω, αμφιβάλλω, ταλαντεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > колебать

  • 30 ломать

    ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•

    ломать камни σπάζω πέτρες•

    ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.

    || κατεδαφίζω, γκρεμίζω•

    ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•

    ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.

    2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.
    3. συντρίβω, θρυμματίζω•

    -каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.

    4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•

    ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.

    || αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•

    ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•

    ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.

    || καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•

    ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•

    он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.

    5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.
    6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•

    меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•

    -ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.

    7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.
    εκφρ.
    - голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•
    ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•
    ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•
    ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•
    ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•
    ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.
    1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.
    2. αλλάζω•

    голос -ется η φωνή αλλάζει.

    3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ломать

  • 31 нахмурить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нахмуренный, βρ: -рен, -а, -о
    σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω.
    1. συνοφρυώνομαι, ρυτιδώνομαι.
    2. γίνομαι• κατηφής, σκυθρωπός, σκουντουφλιάζω, κατσουφλιάζω.
    3. (για καιρό, ουρανό κ.τ.τ.) σκοτεινιάζω, χειροτερεύω, επιδεινώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > нахмурить

  • 32 осложнить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осложнённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    περιπλέκω, μπερδεύω, μπλέκω συγχέω δυσκολεύω•

    осложнить положение περι,πλέκω την κατάσταση•

    осложнить жизнь δυσκολεύω τη ζωή.

    περιπλέκομαι•

    дело -лось η υπόθεση περιπλέχτηκε.

    || (για ασθένεια) χειροτερεύω, παθαίνω περιπλοκή (επιπλοκή).

    Большой русско-греческий словарь > осложнить

  • 33 паршиветь

    -ею, -еешь
    ρ.δ.
    1. (για ζώα) ψωριάζω.
    2. χειροτερεύω, γίνομαι χειρότερος.

    Большой русско-греческий словарь > паршиветь

  • 34 перелечить

    -ечу, -ечишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. θεραπεύω (όλους, πολλούς)•

    врач -ил всех больных ο γιατρός θεράπευσε όλους τους ασθενείς.

    2. βλάπτω με τη μακροχρόνια θεραπεία.
    βλάπτομαι, χειροτερεύω με την μακρόχρονη θεραπεία.

    Большой русско-греческий словарь > перелечить

  • 35 плошать

    ρ.δ.
    1. κάνω λάθος, σφάλμα, αστοχώ, δεν προσέχω•

    смотрите, не -айте προσέχετε τα μάτια σας τέσσερα•

    не -аи, чтобы не обмануться πρόσεχε, μη σε ξεγελάσουν.

    2. χειροτερεύω•

    здоровье его день ото дня -ает η υγεία του από μέρα σε μέρα χειροτερεύει.

    εκφρ.
    на Бога надейся, а сам не -ай – συν Αθηνά και χείρα κινει.

    Большой русско-греческий словарь > плошать

  • 36 хужеть

    -ет
    ρ.δ. (απλ.)• χειροτερεύω.

    Большой русско-греческий словарь > хужеть

См. также в других словарях:

  • χειροτερεύω — χειροτερεύω, χειροτέρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χειροτερεύω — Ν [χειρότερος] 1. (μτβ.) μεταβάλλω κάτι προς το χειρότερο, κάνω κάτι χειρότερο από ό,τι ήταν («χειροτέρεψαν την ποιότητα τού ψωμιού») 2. (αμτβ.) γίνομαι χειρότερος από ό,τι ήμουν ή περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση (α. «χειροτερεύει ο καιρός» β …   Dictionary of Greek

  • χειροτερεύω — χειροτέρευσα και χειροτέρεψα 1. γίνομαι χειρότερος απ’ ό,τι ήμουν: Από τότε που τον γνώρισα χειροτέρεψε πολύ. 2. κάνω κάτι χειρότερο απ’ ό,τι ήταν, το χαλάω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιδεινώνω — χειροτερεύω, καθιστώ κάτι δυσκολότερο («η ανεργία επιδεινώνει τα προβλήματα», «η κατάστασή του επιδεινώθηκε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *δεινώνω (< δεινόω, ώ < δεινόν «συμφορά, κακό»), τ. που μαρτυρείται μόνον εν συνθέσει στη Νέα Ελληνική] …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοσειρίζω — 1. αλλάζω σειρά 2. χειροτερεύω, εκφυλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + σειρά] …   Dictionary of Greek

  • αλλοιώνω — (ΑΜ ἀλλοιῶ, όω) [ἀλλοῖος] 1. κάνω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω, μετατρέπω 2. παραλλάζω, παραμορφώνω 3. παριστάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα 4. παθ. μεταβάλλομαι, γίνομαι διαφορετικός νεοελλ. 1. νοθεύω, παραχαράσσω 2.… …   Dictionary of Greek

  • αναποδιάζω — [ανάποδα] Ι. (μτβ.) 1. γυρίζω τα επάνω προς τα κάτω, στρέφω κάτι ανάποδα, αναστρέφω 2. (για ρούχα) αντιστρέφω την κύρια όψη παρουσιάζοντας την ανάποδη 3. προξενώ εμπόδια, δυσκολεύω μια κατάσταση 4. επιφέρω σύγχυση, «τά κάνω άνω κάτω» 5. αλλάζω,… …   Dictionary of Greek

  • απογίνομαι — (AM ἀπογίνομαι κ. γίγνομαι) μσν. νεοελλ. 1. (για γεγονός) εξαλείφομαι, παρέρχομαι 2. (για γεγονός ή πράγμα) παίρνω έκβαση, καταλήγω 3. (για πρόσωπο) καταντώ 4. απρόσ. συμβαίνει νεοελλ. 1. φθείρομαι, καταστρέφομαι 2. χειροτερεύω αρχ. 1. βρίσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • ασκημαίνω — και ασχημαίνω 1. γίνομαι άσχημος, χάνω την ομορφιά μου 2. χειροτερεύω …   Dictionary of Greek

  • ασχημαίνω — και ασκημαίνω 1. κάνω κάποιον άσχημο, ασχημίζω 2. γίνομαι άσχημος 3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές εκδηλώσεις) χειροτερεύω, υποβιβάζομαι …   Dictionary of Greek

  • βαραίνω — (Μ βαραίνω) 1. γίνομαι βαρύς 2. προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ 3. σκληρύνομαι νεοελλ. Ι. 1. έχω βάρος, είμαι βαρύς 2. στενοχωρούμαι, αγανακτώ 3. στενοχωρώ κάποιον 4. πιέζω κάποιον μετο βάρος μου 5. επιβαρύνω κάποιον 6. γέρνω, λυγίζω από το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»