Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χειλία

  • 1 Από χείλια βγήκε και σε χείλια μπήκε

    – Από χείλη σε χείλη το μαθαίνουν χίλιοι
    – Εγώ το λέω στη γάτα μου και η γάτα στην ουρά της
    – Το μυστικό που το ξέρουνε τρεις, το ξέρουν όλοι
    Сказал другу, а пошло по кругу
    Свинья борову, а боров всему городу
    Скажешь курице, а она всей улице
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από χείλια βγήκε και σε χείλια μπήκε

  • 2 χείλι

    τό
    1) губа;

    πάνω (κάτω) χείλι — верхняя (нижняя) губа;

    2) πλ. уста;

    § από χείλια βγήκε και σε χείλια μπήκε — погов. сказал другу, а пошло пр кругу;

    αρρώστου χείλι και νηστι — крб μαγούλι — посл, больного по губам, а голодного по щекам узнать можно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χείλι

  • 3 Από χείλη σε χείλη το μαθαίνουν χίλιοι

    – Από χείλη σε χείλη το μαθαίνουν χίλιοι
    – Εγώ το λέω στη γάτα μου και η γάτα στην ουρά της
    – Το μυστικό που το ξέρουνε τρεις, το ξέρουν όλοι
    Сказал другу, а пошло по кругу
    Свинья борову, а боров всему городу
    Скажешь курице, а она всей улице
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από χείλη σε χείλη το μαθαίνουν χίλιοι

  • 4 Εγώ το λέω στη γάτα μου και η γάτα στην ουρά της

    – Από χείλη σε χείλη το μαθαίνουν χίλιοι
    – Εγώ το λέω στη γάτα μου και η γάτα στην ουρά της
    – Το μυστικό που το ξέρουνε τρεις, το ξέρουν όλοι
    Сказал другу, а пошло по кругу
    Свинья борову, а боров всему городу
    Скажешь курице, а она всей улице
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Εγώ το λέω στη γάτα μου και η γάτα στην ουρά της

  • 5 Το μυστικό που το ξέρουνε τρεις, το ξέρουν όλοι

    – Από χείλη σε χείλη το μαθαίνουν χίλιοι
    – Εγώ το λέω στη γάτα μου και η γάτα στην ουρά της
    – Το μυστικό που το ξέρουνε τρεις, το ξέρουν όλοι
    Сказал другу, а пошло по кругу
    Свинья борову, а боров всему городу
    Скажешь курице, а она всей улице
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το μυστικό που το ξέρουνε τρεις, το ξέρουν όλοι

  • 6 губа

    губа I
    ж τό χείλος, τό χείλι:
    надуть гу́бы σουφρώνω τά χείλια, κατεβάζω τά μούτρα· ◊ у него губа не ду́ра погов. αὐτός ξέρει νά διαλέγει.
    губ||а II
    ж геогр. (залив) ὁ κόλπος, ὁ ὀρμος, ὁ κολπίσκος.

    Русско-новогреческий словарь > губа

  • 7 доходить

    доходить
    несов
    1. (приходить, достигать) φτάνω, φθάνω:
    вода доходит до краев τό νερό φτἀνει ὡς τά χείλια· \доходить с опозданием φτάνω μέ καθυστέρηση
    2. перен φτάνω, φθάνω, καταντώ:
    \доходить до крайности φτάνω στά ἄκρα, τό παρακάνω· \доходить до истощения φθάνω σέ ἐξάντληση· дело дошло́ до того, что... ἡ ὑπόθεσις (или τό πρᾶγμα) ἔφθασε σέ τέτοιο σημείο πού...·
    3. (до готовности) γίνομαι, ψήνομαι (довариваться)! ὠριμάζω (дозревать):
    тесто доходит τό ζυμάρι φουσκώνει, τό ζυμάρι ἀνεβαίνει· помидоры (персики) доходят οἱ ντομάτες (τά ροδάκινα) ὠριμάζουν ◊ у меня руки не доходят до... δέν μοῦ μένει καιρός νά...· \доходить своим умом βρίσκω μόνος μου, κατορθώνω κάτι μέ τις Ικανότητες μου.

    Русско-новогреческий словарь > доходить

  • 8 закусывать

    заку́сывать I
    несов (прикусывать):
    \закусывать губу́ δαγκάνω τά χείλια μου.
    заку́сывать II
    несов
    1. κολατσίζω, προγευματίζω:
    \закусывать наскоро τρώγω κάτι πρόχειρα, τσιμπάω κάτι στό πόδι·
    2. (заедать чем-л.) τρώγω κάτι γιά μεζέ (или γιά προσφάϊ):
    \закусывать лекарство варе́ньем παίρνω τό φάρμακο μέ γλυκό.

    Русско-новогреческий словарь > закусывать

  • 9 запекшийся

    запекш||ийся
    1. прич. от запечься́
    2. прил:
    \запекшийсяаяся кровь τό πηγμένο αῖμα· \запекшийсяиеся губы τα ξερά χείλια.

    Русско-новогреческий словарь > запекшийся

  • 10 край

    кра||й I
    м
    1. (конец) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν], τό χείλος, τό πέρας:
    по \крайям στά χείλη· до \крайев ὡς τά χείλια· передний \край воен. ἡ πρώτη γραμμή· литься через \край ξεχειλίζω·
    2. (страна) ὁ τόπος, ἡ χώρα:
    родной \край ὁ πατρικός τόπος·
    3. мн. (места, местность) ἡ περιοχή, τό μέρος, ὁ τόπος:
    теплые \крайя οἱ θερμές περιοχές· в наших \крайях στά μέρη μας, στόν τόπο μας· ◊ слышать \крайем уха ἀκούω μέ τήν ἄκρη τοῦ αὐτιοῦ· хватить чергз \край τό παρακάνω, τό παραλέω· конца· \крайю нет разг ἀπέραντος, ἀτελείωτος· на \крайκ> гибели στό χείλος τής καταστροφής· на \крайι6 света στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· нз \крайя в \край ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη, παντού.
    край II
    м тех. ὁ γερανός, τό βαροῦλ-κο:
    подъемный \край ὁ γερανός, τό βα-ροῦλκο, τό βίντσι.

    Русско-новогреческий словарь > край

  • 11 лабиализация

    лаби||ализация
    ж лингв. ἡ προφορά μέ τά χείλια.

    Русско-новогреческий словарь > лабиализация

  • 12 мазать

    мазать
    несов
    1. (смазывать) ἀλείφω, πασαλείφω, πασαλείβω, χρίω:
    \мазать дегтем κατραμώνω, ἀλείφω μέ κατράμι·
    2. (нама· зывать) ἀλείφω:
    \мазать хлеб маслом ἀλείφω τό ψωμί μέ βούτυρο·
    3. (пачкать) разг λερώνω, μουντζουρώνω, ρυπαίνω·
    4. разг (плохо рисовать) πασαλείφω, μου(ν)τζου-ρώνω τό χαρτί· ◊ \мазать гу́бы βάφω τά χείλια \мазаться
    1. (пачкаться) λερώνομαι, πασαλείβομαι, μουντζουρώνομαί
    2. разг (красить лицо, губы) βάφομαι, φκια-σιδώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > мазать

  • 13 накрасить

    накрасить
    сов βάφω:
    \накрасить ресницы βάφω τά ματόκλαδα· \накрасить гу́бы βάζω κοκκι. νάδι στά χείλια.

    Русско-новогреческий словарь > накрасить

  • 14 облизнуться

    облизнуться
    однокр. к облизываться. облизывать несов γλείφω, λείχω:
    \облизнуться гу́-бы γλείφω τά χείλια μου.

    Русско-новогреческий словарь > облизнуться

  • 15 обметать

    обметать I
    несов (пыль и т. п.) καθαρίζω, σκουπίζω / ξεσκονίζω, βγάζω τή σκόνη (тк. пыль).
    обмета||ть II
    сов
    1. см. обметывать-2. безл разг:
    гу́бы \обметатьло ἔβγαλε ἐξανθήματα στά χείλια

    Русско-новогреческий словарь > обметать

  • 16 отвислый

    отви́с||лый
    прил κρεμαστός, κρεμάμενος, χαλαρός / πλαδαρός (дряблый):
    \отвислыйлые гу́-бы τά κρεμασμένα χείλια.

    Русско-новогреческий словарь > отвислый

  • 17 оттопыривать

    оттопыривать
    несов, оттопырить сов φουσκώνω (με-.):
    \оттопыривать гу́бы φουσκώνω τά χείλια μου.

    Русско-новогреческий словарь > оттопыривать

  • 18 поджимать

    поджимать
    несов:
    \поджимать губы σφίγγω τά χείλια μου· \поджимать хвост μαζεύω τήν οὐρά· сидеть, поджав ио́ги κάθομαι μέ μαζεμένα τά πόδια

    Русско-новогреческий словарь > поджимать

  • 19 подкрашивать

    подкрашивать
    несов βάφω ἐλαφρά [-ῶς], βάφω:
    \подкрашивать гу́бы βάφω τά χείλια.

    Русско-новогреческий словарь > подкрашивать

  • 20 уста

    уста
    мн. поэт. τό στόμα, τά χείλια· ◊ это у всех на \устах ὁ κόσμος τώχει τύμπανο· из уст в \уста ἀπό στόμα σέ στόμα· вашими бы \устами да мед пить погов. ἀπό τό στόμα σου κα£ στοῦ θεοῦ ταύτί.

    Русско-новогреческий словарь > уста

См. также в других словарях:

  • κοκκινάδι — το (Μ κοκκινάδι) 1. κόκκινο σημάδι, κοκκινίλα 2. καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο χρώμα, κυρίως στα χείλια και στα μάγουλα τών γυναικών νεοελλ. το φυσικό ερυθρό χρώμα που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη τού σώματος ή το κόκκινο χρώμα… …   Dictionary of Greek

  • μύω — (Α) 1. (μτβ.) κλείνω («ὕπνος ἔμυσε κόρας», Ανθ. Παλ.) 2. (αμτβ.) (για ανθρώπους και ζώα) κλείνω τα μάτια ή τα χείλια («μύω τε καὶ δέδορκα», Σοφ.) 3. (για τα μάτια, το στόμα ή άλλο συστελλόμενο άνοιγμα) είμαι κλειστός, κλείνω, κλείνομαι 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen — sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit individuellem Deklinationsschema …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Substantive — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • δερβένι — I Αρχαιολογικός χώρος κοντά στη Θεσσαλονίκη, στη συμβολή των οδών Καβάλας Θεσσαλονίκης και Σερρών Θεσσαλονίκης. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε ανακαλυφθεί εκεί ένας διθάλαμος μακεδονικός τάφος. Κοντά σε αυτόν βρέθηκε και ένας μικρότερος, το… …   Dictionary of Greek

  • εγγαστρίμυθος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα άτομα που κατορθώνουν να μιλούν χωρίς να κινούν τα χείλη, ώστε να προκαλούν την εντύπωση ότι η φωνή τους δεν προέρχεται από το στόμα αλλά από την κοιλιά (απ’ που προήλθε και η ονομασία ε.) ή, σε νεότερες… …   Dictionary of Greek

  • κάργα — (I) επίρρ. 1. πλήρως, ξεχειλιστά, ώς απάνω, ώς τα χείλια, ξέχειλα, φίσκα («όλα τα ποτήρια είναι κάργα γεμάτα») 2. σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό («το θέατρο κάθε βράδυ είναι κάργα») 3. έντονα, με όλη τη δύναμη 4. πολύ σφιχτά («τού έδεσαν τα χέρια… …   Dictionary of Greek

  • κοκκινοπλουμόχειλος — κοκκινοπλουμόχειλος, η, ον (Μ) αυτός που έχει ωραία κόκκινα χείλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + * πλουμόχειλος (< πλουμί «στολίδι» + χειλος < χεῖλος), πρβλ. λαγώ χειλος, λεπτό χειλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»