-
1 χεῖμα
χεῖμα, ατος, τό, eigtl. wie χεῦμα, Guß, bes. Regenguß. Dah. die Jahreszeit der anhaltenden Regengüsse, der Winter, der in den südlichen Gegenden bes. in Regen und Sturm besteht, Wintersturm, Kälte, Frost; ἀλλά με χεῖμα δάμναται Od. 14, 487; οὐποτε καρπὸς ἀπολείπει, χείματος οὐδὲ ϑέρευς 7, 118; ὅγε χεῖμα μὲν εὕδει ἐν κόνι, im Winter, 11, 190; vgl. Hes. O. 662, χείματος ὥρη 452; οὔτε χείματος τέκμαρ, οὔτ' ἀνϑεμώδους ἦρος Aesch. Prom. 452; τοὺς φέροντας χεῖμα καὶ ϑέρος βροτοῖς Ag. 5; πάγου χυϑέντος οἷα χείματι Soph. Phil. 293; Eur. Andr. 749. 892; vom Sturm, Ggstz von ϑάλπος, Plat. Ax. 371 d; χείματι πλαζόμενος Ep. ad. 31 (XII, 156). – Uebtr., heftige Gemüthsbewegung, Sturm der Leidenschaft, auch Unglück, κάλλιστον ἦμαρ εἰςιδεῖν ἐκ χείματος Aesch. Ag. 874, vgl. 613, u. so auch bei Sp.
См. также в других словарях:
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek