-
1 χαρακτηριστικος
-
2 χαρακτηριστικός
η, ό[ν] характерный, отличительный -
3 χαρακτηριστικός.
[характиристекос] επ характерный.
См. также в других словарях:
χαρακτηριστικός — ή, ό / χαρακτηριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαρακτηρίζω] 1. αυτός που χρησιμεύει ως διακριτικό γνώρισμα προσώπου ή πράγματος, προσδιοριστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το χαρακτηριστικό(ν) α) διακριτικό γνώρισμα β) ναυτ. διακριτικό σήμα σκάφους, φάρου ή άλλου… … Dictionary of Greek
χαρακτηριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που χαρακτηρίζει κάτι ή κάποιον, διακριτικός: Η φλυαρία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ορισμένων ανθρώπων. 2. το ουδ. ως ουσ., χαρακτηριστικό διακριτικό γνώρισμα, διακριτικό σημείο: Δε θυμάμαι τα χαρακτηριστικά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρακτηριστικά — χαρακτηριστικός characteristic neut nom/voc/acc pl χαρακτηριστικά̱ , χαρακτηριστικός characteristic fem nom/voc/acc dual χαρακτηριστικά̱ , χαρακτηριστικός characteristic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτηριστικῶν — χαρακτηριστικός characteristic fem gen pl χαρακτηριστικός characteristic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτηριστικόν — χαρακτηριστικός characteristic masc acc sg χαρακτηριστικός characteristic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτηριστικώτατον — χαρακτηριστικός characteristic masc acc superl sg χαρακτηριστικός characteristic neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
αδριατική ή δειναρική φυλή — Χαρακτηριστικός τύπος φυλής, που ονομάζεται έτσι γιατί απαντάται προπάντων κατά μήκος των κεντρικών και βόρειων ακτών της Αδριατικής. Τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι: ψηλό ανάστημα, βραχυκεφαλία και ορθογναθισμός (κεφάλι βραχύ και ψηλό),… … Dictionary of Greek
χαρακτηριστικαῖς — χαρακτηριστικός characteristic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτηριστικαί — χαρακτηριστικός characteristic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτηριστικοῖς — χαρακτηριστικός characteristic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)