Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χαράκτης

См. также в других словарях:

  • χαράκτης — χαράκτης, ο και χαραχτής, ο θηλ. χαράκτρια αυτός που χαράζει, αυτός που εικονίζει κάτι με τη χάραξη, λιθογράφος, χαλκογράφος, ξυλογράφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαράκτης — ο, ΝΑ, και χαράχτης και θηλ. χαράκτρια και χαράχτρια Ν [χαράσσω] νεοελλ. 1. τεχνίτης ειδικευμένος στην χάραξη επιγραφών, εικόνων ή σχεδίων πάνω σε λίθινες, ξύλινες ή μεταλλικές επιφάνειες 2. καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί έργα χαρακτικής αρχ. κόπτης… …   Dictionary of Greek

  • χαράκτου — χαράκτης stamper masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Βαρλάμος, Γιώργος — (Πάρος 1922 –). Ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ και δάσκαλός του ήταν ο Γιάννης Κεφαλληνός, με τον οποίο έζησε συνολικά 14 χρόνια ως συνεργάτης. Στη δεκαετία του 1950 σπούδασε με υποτροφία στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (χαρακτική… …   Dictionary of Greek

  • Κοσέν — (Cochin). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων και χαρακτών του 17ου και του 18ου αι. 1. Νικολά ο πρεσβύτερος (Nicolas, Τρουά 1610 – Παρίσι 1686). Σχεδιαστής και χαράκτης, αρχηγός της οικογένειας K. Εικονογράφησε τα στρατιωτικά χρονικά των… …   Dictionary of Greek

  • ακουαφόρτε — I (ιταλ. acquaforte,γαλλ. eau forte). Ειδική μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο. Ονομάζεται επίσης α. και το έργο που έχει εκτελεστεί με τη μέθοδο αυτή. Στην α. οι γραμμές είναι σαφέστατα διαχωρισμένες η μία από την άλλη και μπορούν να γίνουν… …   Dictionary of Greek

  • Γαλάνης, Δημήτριος — (Αθήνα 1879 – 1966). Ζωγράφος και χαράκτης. Τις βάσεις της ευρύτερης παιδείας του και την αγάπη για την έρευνα, ουσιαστικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, τα άντλησε από το οικογενειακό του περιβάλλον. Ο πατέρας του Εμμανουήλ είχε σπουδάσει… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Καρς, Λοράν — (Laurent Cars, 1699 – 1771). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης. Ο πατέρας του, Ζαν Φρανσουά, ήταν χαράκτης και υπήρξε ο πρώτος του δάσκαλος. Χάραξε είκοσι λιθογραφίες, εμπνευσμένος από τους Βατό, Μπουσέ και Γκρεζ. Το πιο αξιόλογο από τα έργα του… …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλληνός, Γιάννης — (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1894 – Αθήνα 1957). Ζωγράφος και χαράκτης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής χαρακτικής. Σε ηλικία 19 ετών μετέβη στη Γάνδη του Βελγίου, ξεκινώντας σπουδές ζωγραφικής. Συνέχισε την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»