-
1 χαράκτης
[характис] ουσ. а. резчик, гравер.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαράκτης
-
2 разметчик
ο σημειωτήςο χαράκτηςплазовый - ο σχεδιαστής/χαράκτης ναυπηγικής σάλας/ιχναριώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разметчик
-
3 гравёр
-
4 гравёр
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гравёр
-
5 маркёр
1. (разметчик) с.-х. о οριοθέ-της, ο σημειωτής, ο σημαδευτής 2. тех. о χαράκτης-ελασματουργός 3.(вспомогательная радиолокационная точка) ав. о ση-μαντήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > маркёр
-
6 фальсификат
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фальсификат
-
7 штихель
(граверный инструмент) το γλύφανο, ο χαράκτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штихель
-
8 гравер
граверм ὁ χαράκτης:\гравер по дереву ὁ ξυλογράφος· \гравер по меди ὁ χαλκογράφος· \гравер по камню ὁ λιθογράφος. -
9 график
график Iм1. (графическое изображение) τό διάγραμμα·2. (план работы) τό πρόγραμμα (τής δουλείας):производственный \график τό πρόγραμμα δουλείας τής ἐπιχείρησης.график IIм (художник) ὁ χαράκτης, ὁ σχεδιογράφος. -
10 чеканщик
чекан||щикм ὁ νομισμα-τοκόπτης, ὁ χαράκτης. -
11 гравёр
[γκραβιόρ] ουσ. α χαράκτης -
12 чеканщик
[τσικάνστσικ] ουσ. α χαράκτης -
13 гравёр
[γκραβιόρ] ουσ α χαράκτης -
14 чеканщик
[τσικάνστσικ] ουσ α χαράκτης -
15 гравёр
-а α.χαράκτης. -
16 график
-а α.1. διάγραμμα•график движения поездов διάγραμμα κίνησης των τραίνων.
2. πρόγράμμα εργασίας•работать по -у εργάζομαιμε πρόγραμμα•
выйти из -а παραβιάζω το πρόγραμμα.
3. χαράκτης, σχεδιογράφος• καλλιγράφος. -
17 межевик
-а α.χαράκτης συνόρων• χωρομέτρης. -
18 рейсмас
κ. рейсьцус-а α.χαράκτης αποστάσεων (όργανο τεχνιτών). -
19 скарификатор
-а α.κατασχαστής,χαράκτης. -
20 травильщик
-а α.χαράκτης (με οξέα).
См. также в других словарях:
χαράκτης — χαράκτης, ο και χαραχτής, ο θηλ. χαράκτρια αυτός που χαράζει, αυτός που εικονίζει κάτι με τη χάραξη, λιθογράφος, χαλκογράφος, ξυλογράφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαράκτης — ο, ΝΑ, και χαράχτης και θηλ. χαράκτρια και χαράχτρια Ν [χαράσσω] νεοελλ. 1. τεχνίτης ειδικευμένος στην χάραξη επιγραφών, εικόνων ή σχεδίων πάνω σε λίθινες, ξύλινες ή μεταλλικές επιφάνειες 2. καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί έργα χαρακτικής αρχ. κόπτης… … Dictionary of Greek
χαράκτου — χαράκτης stamper masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Βαρλάμος, Γιώργος — (Πάρος 1922 –). Ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ και δάσκαλός του ήταν ο Γιάννης Κεφαλληνός, με τον οποίο έζησε συνολικά 14 χρόνια ως συνεργάτης. Στη δεκαετία του 1950 σπούδασε με υποτροφία στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (χαρακτική… … Dictionary of Greek
Κοσέν — (Cochin). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων και χαρακτών του 17ου και του 18ου αι. 1. Νικολά ο πρεσβύτερος (Nicolas, Τρουά 1610 – Παρίσι 1686). Σχεδιαστής και χαράκτης, αρχηγός της οικογένειας K. Εικονογράφησε τα στρατιωτικά χρονικά των… … Dictionary of Greek
ακουαφόρτε — I (ιταλ. acquaforte,γαλλ. eau forte). Ειδική μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο. Ονομάζεται επίσης α. και το έργο που έχει εκτελεστεί με τη μέθοδο αυτή. Στην α. οι γραμμές είναι σαφέστατα διαχωρισμένες η μία από την άλλη και μπορούν να γίνουν… … Dictionary of Greek
Γαλάνης, Δημήτριος — (Αθήνα 1879 – 1966). Ζωγράφος και χαράκτης. Τις βάσεις της ευρύτερης παιδείας του και την αγάπη για την έρευνα, ουσιαστικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, τα άντλησε από το οικογενειακό του περιβάλλον. Ο πατέρας του Εμμανουήλ είχε σπουδάσει… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Καρς, Λοράν — (Laurent Cars, 1699 – 1771). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης. Ο πατέρας του, Ζαν Φρανσουά, ήταν χαράκτης και υπήρξε ο πρώτος του δάσκαλος. Χάραξε είκοσι λιθογραφίες, εμπνευσμένος από τους Βατό, Μπουσέ και Γκρεζ. Το πιο αξιόλογο από τα έργα του… … Dictionary of Greek
Κεφαλληνός, Γιάννης — (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1894 – Αθήνα 1957). Ζωγράφος και χαράκτης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής χαρακτικής. Σε ηλικία 19 ετών μετέβη στη Γάνδη του Βελγίου, ξεκινώντας σπουδές ζωγραφικής. Συνέχισε την… … Dictionary of Greek