-
21 преклонить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преклонённый, βρ: -нён -нена, -неноρ.σ.μ.1. κλίνω, σκύβω, χαμηλώνω υποστέλλω•преклонить голову σκύβω το κεφάλι,• преклонить знамна υποστέλλω τις σημαίες.
2. μτφ. κάνω να αλλάξει, γνώμη, ή διαλλακτικόν, μεταπείθω, φέρνω στα νερά μου.3. μτφ. υποτάσσω, κάμπτω, καταβάλλω,δαμάζω, τιθασεύω.1. κάμπτομαι, λυγίζω, σκύβω, χαμηλώνω.2. μτφ. κάμπτομαι, υποτάσσομαι, λυγίζω, τα διπλώνω.3. μτφ. υποκλίνομαι, θαυμάζω. -
22 привернуть
ρ.σ.μ.1. βλ. завернуть (5 σημ.).2. στερεώνω στρίβοντας.3. μειώνω, ελαττώνω, χαμηλώνω, λιγοστεύω στρίβοντας.4. παίρνω την καμπή, τη στροφή, στρέφω, γυρίζω. || περνώ, μπαίνω διερχόμενος.1. στρίβω, γυρίζω σφίγγω•гайка легко -лась το παξιμάδι εύκολα βίδωσε.
2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω, χαμηλώνω. -
23 приспустить
ρ.σ.μ. χαμηλώνω, υποβιβάζω, κατεβάζω λίγο• υποστέλλω•приспустить шторы κατεβάζω λίγο τις κουρτίνες•
приспустить флаг υποστέλλω τη σημαία.
|| ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•приспустить огонёк лампы λιγοστεύω το φως της λάμπας.
χαμηλώνω, υποστέλλομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ. -
24 притушить
ρ.σ.μ.(απλ.) σβήνω•притушить ли пожар έσβησαν την πυρκαγιά.
|| λιγοστεύω, χαμηλώνω•притушить лампу χαμηλώνω το φως της λάμπας.
-
25 давление
η πίεσ/η, η θλίψη, η κατάθλιψη, η τάσηповышать - αυξάνω/ανεβάζω την -спускать - χαμηλώνω/κατεβάζω την -, εκτονώνω την -удерживать - κρατώ/συντηρώ την -боковое - πλευρική -, εγκάρσια -- ветра - του ανέμου, ανεμομε-τρική -действительное - πραγματική -, δρώσα -кровяное мед. - του αίματοςнизкое - (по сравнению с требуемым) χαμηλή -, η υποπίεσηперегрузочное - της υπερφόρτισης, η υπερπίεσηповышенное - (кровяное) мед. η υπέρταση, η υπερτονίαпониженное - (кровяное) мед. η υπόταση- подачи (напр. топлива масла кислорода и т.п.) - της παροχής (π.χ. καυσίμου, αέρα, οξυγόνου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > давление
-
26 сбавить
1. (отнять, убрать, скинуть) ελαττώνω 2. (убавить) κατεβάζω, χαμηλώνω(о цене) μειώνω (π.χ. την τιμή)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбавить
-
27 снижаться
1. (опускаться) χαμηλώνω, κατεβαίνω 2. (уменьшаться) μειώνομαι, ελαττώνομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снижаться
-
28 снизиться
1) (о самолёте и т. п.) χαμηλώνω, κατεβαίνω2) ( уменьшиться) μειώνομαι, ελαττώνομαι -
29 взор
взорм τό βλέμμα, ἡ ματιά:поту́пить \взор χαμηλώνω τά μάτια· окинуть \взорομ ἀγκαλιάζω μέ τό βλέμμα. -
30 опускаться
опускать||ся1. κατεβαίνω, πέφτω (о тумане, занавесе и т. п.)/ χαμηλώνω (άμετ.) (о голове)/ καθιζάνω (о почве)/ βυθίζομαι (в кресло)/ κάθομαι (о птице,) бабочке и т. п.):\опускатьсяся на колени γόνατίζω, γονοπετώ·2. (понижаться, спускаться) κατεβαίνω·3. перен ξεπέφτω, πέφτω ἡθικά· ◊ ру́ки у меня опускаются μοῦ παράλυσαν τά χέρια, ἔχασα τό κουράγιο μου. -
31 поиижаться
поииж||атьсяἐλαττώνομαι, χαμηλώνω, κατεβαίνω. -
32 потупить
потупитьсов, потуплять несов χαμηλώνω / σκύβω (голову). -
33 потупиться
потупить||сяχαμηλώνω τά μάτια, σκύβω τό κεφάλι. -
34 прикрутить
прикрутитьсов, прикручивать несов1. (привязывать) δένω, συνδέω·2. (о фитиле) χαμηλώνω. -
35 приспускать
приспускатьнесов, приспустить сов ὑποστέλλω, χαμηλώνω, κατεβάζω λίγο:\приспускать флаг а) ὑποστέλλω τήν σημαία, б) κατεβάζω τή σημαία μεσίστιο (в знак траура). -
36 сбивать
сбиватьнесов1. (сшибать) ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, ρίπτω κατά γής:\сбивать орехи (с дерева) ρίχνω κάτω τά καρύδια· \сбивать с ног ρίχνω κάτω, κάνω κάποιον νά πέσει· \сбивать самолет καταρρίπτω ἀεροπλάνο·2. прям., перен (спутывать) μπερδεύω κάποιον, περιπλέκω:\сбивать с толку кого-л. κάνω κάποιον νά τά χάσει, μπερδεύω κάποιον3. (сколачивать) σκαρώνω:\сбивать ящик из досок σκαρώνω κάσα ἀπό τίς σανίδες·4. (масло, сливки и т. п.) χτυπώ, δέρ(ν)ω· <> \сбивать каблуки τρίβω τά τακούνια τῶν παπουτσιών \сбивать цену χαμηλώνω τήν τιμή· \сбивать спесь κόβω τόν ἀέρα κάποιου. -
37 снижаться
сниж||аться1. χαμηλώνω (άμετ.), κατεβαίνω·2. (уменьшаться) μειώνομαι, ἐλαττώνομαι/ πέφτω (тк. о ценах). -
38 приспускать
[πρισπουσκάτ'] ρ. χαμηλώνω -
39 снижать
[σνιζάτ"] ρ. χαμηλώνω -
40 снижаться
[σνιζάτσα] ρ. χαμηλώνω
См. также в других словарях:
χαμηλώνω — χαμηλώνω, χαμήλωσα, χαμηλωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαμηλώνω — Ν [χαμηλός] 1. κάνω χαμηλό κάτι, ελαττώνω το ύψος του 2. φέρνω κάτι πιο κοντά στο έδαφος, κατεβάζω 3. ελαττώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση (α. «χαμήλωσε το φως» β. «χαμήλωσε την τηλεόραση») 4. (σχετικά με τιμή εμπορεύματος) μειώνω,… … Dictionary of Greek
χαμηλώνω — χαμήλωσα, χαμηλωμένος 1. κάνω κάτι χαμηλό, το κατεβάζω: Έκοψε τα πόδια του τραπεζιού για να το χαμηλώσει. 2. ελαττώνω κάτι κατά το ποσό ή κατά την ένταση: Χαμήλωσε τα φώτα. 3. έρχομαι εγγύτερα προς το έδαφος, γίνομαι πιο κοντός, σκύβω: Να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκαθίημι — Α 1. ρίχνω συγχρόνως («ὁμοῡ συγκαθῆκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν», Πλούτ.) 2. παρεμβάλλω συγχρόνως 3. παρουσιάζω συγχρόνως στη σκηνή («Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἅς συγκαθήκε τοῑς Βατράχοις», Σοφ.) 4. συγκατανεύω, συγκαταβαίνω 5. είμαι υποχωρητικός σε… … Dictionary of Greek
υποβιβάζω — ὑποβιβάζω ΝΜΑ 1. κάνω κάτι να κατέβει χαμηλότερα, χαμηλώνω, κατεβάζω 2. μτφ. μειώνω τη σημασία προσώπου ή πράγματος, τού αποδίδω κατώτερη αξία νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) τοποθετώ κάποιον σε κατώτερη βαθμίδα ή θέση ή σε κατώτερο αξίωμα («τόν… … Dictionary of Greek
χαμήλωμα — ώματος, το, Ν [χαμηλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαμηλώνω, ελάττωση τού ύψους, τού ποσού ή τής έντασης 2. χαμηλή τοποθεσία … Dictionary of Greek
χαμήλωση — η, Ν [χαμηλώνω] 1. η ενέργεια τού χαμηλώνω 2. ελάττωση τού ύψους, χαμήλωμα … Dictionary of Greek
αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ … Dictionary of Greek
εγκλάω — ἐγκλάω και επ. τ. ἐνικλάω (Α) 1. εμποδίζω, ματαιώνω 2. σπάω 3. παθ. κλίνω, γέρνω, χαμηλώνω … Dictionary of Greek
εγκλίνω — (AM ἐγκλίνω) γραμμ. (για λέξη) «εγκλίνω τον τόνο» ή εγκλίνομαι αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη αρχ. 1. κλίνω, κάμπτω, γυρίζω προς τα μέσα 2. κάνω κάτι να γείρει 3. παθ. ακουμπώ, στηρίζομαι 4. τρέπω σε φυγή 5.… … Dictionary of Greek
καλάρω — 1. (για ιστία ή αντένα πλοίου) λύνω τα σχοινιά τών ιστίων και τά αφήνω να πέσουν για να σταματήσω το ιστιοφόρο, μαζεύω τα πανιά, κατεβάζω την αντένα ή τα πανιά, τά χαμηλώνω 2. (για δίχτια) τά ρίχνω στη θάλασσα για ψάρεμα 3. (για πλοία) α) έχω… … Dictionary of Greek