-
21 χαμαι-παγής
χαμαι-παγής, ές, an der Erde od. am Boden haftend, niedrig, Paul. Sil. ecphr. 126.
-
22 χαμαι-πέτεια
χαμαι-πέτεια, ἡ, der Zustand des χαμαιπετής, Iambl.
-
23 χαμαι-ρεπής
χαμαι-ρεπής, ές, auf der Erde kriechend, am Boden haftend, niedrig.
-
24 χαμαι-ριφής
χαμαι-ριφής, ές, auf die Erde od. zu Boden geworfen, weggekrochen, Suid. v. ὑποβολιμαῖοι; – φοίνιξ χαμαιριφής, die Erdpalme, Theophr., wenn nicht χαμαιρεπής zu schreiben ist.
-
25 χαμαι-ράφανος
χαμαι-ράφανος, ὁ, = χαμαιβάλανος, eigtl. Erdkohl, Diosc.
-
26 χαμαι-στρωσία
χαμαι-στρωσία, ἡ, Lager auf der Erde, Schol. Soph. Phil. 33.
-
27 χαμαι-σχιδής
χαμαι-σχιδής, ές, von der Erde an gespalten, Theophr.
-
28 χαμαι-σύκη
χαμαι-σύκη, ἡ, die Erdfeige, eine Art Wolfsmilch, Diosc.
-
29 χαμαι-τυπικός
χαμαι-τυπικός, ή, όν, zu einer Hure od. zur Hurerei gehörig, hurenmäßig, Sp.
-
30 χαμαι-τυπεῖον
χαμαι-τυπεῖον, τό, Hurenhaus, Luc. Nigr. 22 D. Mort. 10, 11 u. Sp.
-
31 χαμαι-τυπέω
χαμαι-τυπέω, zu Boden schlagen, fallen, Sp.
-
32 χαμαι-τυπίς
χαμαι-τυπίς, ίδος, ἡ, = χαμαιτύπη, Plut.
-
33 χαμαι-τυπία
χαμαι-τυπία, ἡ, das Leben einer Gassenhure, Hurerei, Alciphr. 3, 64; Hesych.
-
34 χαμαι-τυπής
χαμαι-τυπής, ές, = χαμαιτύπος, – übertr. wie χαμαίζηλος, niedrig, vom Styl, D. Hal. de Thuc. 27.
-
35 χαμαι-τύπη
χαμαι-τύπη, ἡ, gemeine Hure; Timocl. bei Ath. XIII, 570 f; Plut. Ant. 9; Eust. 1921, 58.
-
36 χαμαι-τύπος
χαμαι-τύπος, die Erde schlagend, darauf fallend; ὁ χαμ., ein Falke, der seine Beute auf der Erde stößt od. fängt, Arist. H. A. 9, 36; – ὁ, ἡ, der Hurer, die Hure, Pol. 8, 11, 11 aus Theopomp.
-
37 χαμαι-φυής
χαμαι-φυής, ές, niedrig wachsend, Sp.
-
38 χαμαι-φερής
χαμαι-φερής, ές, zur Erde, zu Boden fallend, Sp.
-
39 χαμαι-μυρσίνη
χαμαι-μυρσίνη, ἡ, die niedrige od. Zwergmyrte, Sp.
-
40 χαμαι-μύρτη
χαμαι-μύρτη, ἡ, = Vorigem, Diosc., zw.
См. также в других словарях:
χαμαί — on the ground indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαί — ΝΜΑ επίρρ. στο έδαφος, καταγής, χάμω (α. «χαμαί θωρώ και λέω το» ντρέπομαι πολύ, λαϊκ. έκφρ. θ. «εἴπατε τῷ βασιλεῖ χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά,...», παροιμ. φρ. γ. «ταῡτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῡ πτύσματος», ΚΔ) αρχ. 1. μτφ. στο… … Dictionary of Greek
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
Matricaria chamomilla — This article is about German Chamomile. For other uses, see Chamomile. Matricaria chamomilla Scientific classification Kingdom … Wikipedia
NEXUS — συμπλοκαὶ in lucta in genere; inprimis in pancratio; soli enim pancratiastae nexus humi implicabant et explicabant, quod optime calluisse Antaeum, cui cum Hercule aliquando res erat, refert Solinus c. 27. τρόπους χαμαὶ huiusmodi luctandi modos… … Hofmann J. Lexicon universale
PYTISMA — apud Iuvenalem, Sat. 11. v. 173. Qui Lacedaemonium pytismate lubricat orbem: male pitysma nonnullis legitur et a πιτύζειν Graeco verbo deducitur; cum πιτύζειν Graecum non sit, nec uspiam apud Auctores legatur, sed πυτίζειν et πύτισμα: atque adeo… … Hofmann J. Lexicon universale
καρταίπους — καρταίπους, ουν (Α) κραταίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρταί + πους (< ποῦς), πρβλ. γωνιό πους, ελαφό πους το α συνθετικό καρταί είναι μορφή με την οποία απαντά η λ. κάρτος (κράτος) ως α συνθετικό, κατά τα παλαί , χαμαί (πρβλ. παλαίμαχος, χαμαι… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
χάμω — και χάμου Ν επίρρ. τοπ. καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί, κατά τα επιρρ. έξω, επάνω, κάτω, και με αναβιβασμό τού τόνου μέσω ενός τ. χάμαι. Ο τ. χάμου < χάμω κατά τα αλλού, παντού] … Dictionary of Greek
χαμάζε — Α επίρρ. (επικ. τ.) χαμάδις*, χαμαί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί + επιρρμ. κατάλ. ζε* κατά τα Ἀθήν ᾱζε, θύρ ᾱζε] … Dictionary of Greek
ĝhðem-, ĝhðom-, gen. ĝh(ð)m-es — ĝhðem , ĝhðom , gen. ĝh(ð)m es English meaning: earth Deutsche Übersetzung: “Erde, Erdboden” Note: It was developed from the zero grade, from where the simple anlaut ĝh also in lengthened grade spread forms (about O.Ind.… … Proto-Indo-European etymological dictionary