Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

χαμαὶ+καϑίζοντες

  • 1 χαμαί

    A on the ground,

    χ. ἧσθαι Od.7.160

    ;

    τὸν αὖ χ. ἐξενάριξε Il.11.145

    ;

    χ. ἐρχομένων ἀνθρώπων 5.442

    , cf. Sapph.94, etc.;

    χ. τιθεὶς πόδα A.Ag. 906

    ;

    αἷμα μητρῷον χ. Id.Eu. 261

    (lyr.), cf. Ar. Ach. 869, Eq. 155, Nu. 231, al.;

    θέντες χ. Hdt.4.67

    ;

    χ. καθίζοντες Pl. Criti. 120b

    ;

    χ. κείμενος IG22.1672.305

    ; of birds, ποιεῖν νεοττιὰν χ., opp. ἐπὶ δένδρου, Arist.HA 618a10.
    2 metaph., ἐσλὸν χ. σιγᾷ καλύψαι to bury in silence underground, Pi.N.9.7; χ. ἐρχόμενοι cleaving to earth, Luc.Herm.5, Icar.6;

    ὁ χ. βίος Metrod.Fr.38

    .
    II = χαμᾶζε, to earth,

    ἐν κονίῃσι χ. πέσεν Il.4.482

    ;

    χ. βάλον ἐν κονίῃσι 5.588

    , cf. Od.22.188, Il.4.526;

    ἐκ δίφροιο χαμαὶ θόρε 8.320

    ;

    μὴ χ. πεσεῖν

    to the ground,

    E.Med. 1170

    ;

    οὐ χ. πεσεῖται ὅ τι ἂν εἴπῃς Pl. Euthphr. 14d

    ;

    ἔπτυσε χ. Ev.Jo.9.6

    ; also

    ἐκβαλεῖν εἰς τὸ χ. AP11.89

    (Lucill.). (Cf. Lat. humus, humi, Lith. ž[etilde]mė 'earth'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαί

См. также в других словарях:

  • καύμα — και κάμα (ΑΜ καῡμα, ατος) [καίω] 1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας τού ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ. β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.) 2. έγκαυμα μσν. θυσία μσν. αρχ. μτφ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»