-
1 χαμαιζηλος
I21) приземистый, низкий(φυτά Arst., Plut.; δίφρος Plut.)
τῇ ἡλικία χ. Luc. — малорослый2) униженный(χαμαιπετές καὴ χ. Luc.)
IIὅ (sc. δίφρος) низкое сиденье, скамеечка -
2 χαμαίζηλος
η, ο [ος, ον ]1) стелющийся (о растениях); 2) перен. низкий, подлый;χαμαίζηλα όντα — подлые люди
-
3 χαμαιπετης
21) упавший на землю(ὑψόθεν χ. πίπτει Eur.)
2) лежащий на земле(φόνος χ. ματρός Eur.)
χαμαιπετὲς βόαμα προσχαίνειν τινί Aesch. — упав ниц, громко приветствовать кого-л.;χ. ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος χοιμώμενος Plat. — спящий под открытым небом (тж. на голой земле или на дорогах);στιβὰς χ. Eur. — постель (прямо) на земле3) ходящий по земле, т.е. не умеющий летать(στρουθοὴ οἱ μεγάλοι Luc.)
4) приземистый, низкий(δένδρα Polyb.; ἐλαία Luc.)
5) низкий, низменный, пошлыйχ. καὴ χαμαίζηλος Luc. — весь во власти низменных побуждений;
ὑπόμνημα τῶν γεγονότων κομιδῇ χαμαιπετές Luc. — исторический рассказ в грубом (вульгарном) стиле6) бесполезный, напрасный, пустой(ἔπος, λόγος Pind.)
См. также в других словарях:
χαμαίζηλος — seeking the ground masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαίζηλος — η, ο / χαμαίζηλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και χαμαιζήλη Α 1. (για φυτό) αυτός που αυξάνεται σε μικρό ύψος από το έδαφος 2. μτφ. α) αυτός που έχει ταπεινές επιθυμίες, χαμερπής β) (κυρίως) αυτός που έχει υλικές βλέψεις, που ενδιαφέρεται κυρίως για τα υλικά… … Dictionary of Greek
χαμαιζηλότερον — χαμαίζηλος seeking the ground adverbial comp χαμαίζηλος seeking the ground masc acc comp sg χαμαίζηλος seeking the ground neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιζηλοτέραις — χαμαίζηλος seeking the ground fem dat comp pl χαμαιζηλοτέρᾱͅς , χαμαίζηλος seeking the ground fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιζηλοτέρων — χαμαίζηλος seeking the ground fem gen comp pl χαμαίζηλος seeking the ground masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιζήλως — χαμαίζηλος seeking the ground adverbial χαμαίζηλος seeking the ground masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαίζηλον — χαμαίζηλος seeking the ground masc/fem acc sg χαμαίζηλος seeking the ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιζηλοτέροις — χαμαίζηλος seeking the ground masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιζηλότερα — χαμαίζηλος seeking the ground neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιζήλοιο — χαμαίζηλος seeking the ground masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιζήλοις — χαμαίζηλος seeking the ground masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)