-
1 χαλί-φρων
χαλί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, eigtl. schlaffes ( χαλάω) Geistes oder ungezügeltes Geistes, dah. Ggstz von πυκινόφρων, leichtsinnig, thöricht, unverständig, neben νήπιος, Od. 4, 371. 19, 530 u. sp. D., wie Opp. Hal. 3, 362; – nachgebendes Geistes, nachgiebig, Musaeus 117.
-
2 χαλίφρων
χαλί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, eigtl. schlaffes ( χαλάω) Geistes oder ungezügeltes Geistes, dah. Ggstz von πυκινόφρων, leichtsinnig, töricht, unverständig; nachgebendes Geistes, nachgiebig
См. также в других словарях:
χαλία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ησυχία». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεμονωμένος τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στο θ. χαλι τού ρ. χαλῶ* «χαλαρώνω» (πρβλ. χαλί φρων), ενώ κατ άλλη, πολύ λιγότερο πιθανή, θεωρήθηκε ότι συνδέεται με τη λ. γαλήνη] … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek
μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… … Dictionary of Greek
χαλίφρων — όνος, ὁ, ἡ, Α 1. ασύνετος, απερίσκεπτος («νήπιός εἰς, ὦ ξεῑνε, λίην τόσον ἠδὲ χαλίφρων», Ομ. Οδ.) 2. ενδοτικός 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «χαλίφρων κεχαλασμένας ἔχων τὰς φρένας, ἤγουν ἀσύνετος» β) «χαλίφρονας... βέλτιον δὲ τὰς καταφερεῑς καὶ… … Dictionary of Greek