-
1 Χαλκιδικός
Χαλκιδικόςof: masc nom sg -
2 χαλκιδικός
χαλκιδικόςof: masc nom sg -
3 χαλκιδικός
II χαλκιδική, ἡ, = χαλκίς 11, Dorioap.Ath.7.328d.III εἶδος ἀλεκτρυόνος, Hsch.IV chalcidicum, = fori deambulatorium, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκιδικός
-
4 Χαλκιδικά
Χαλκιδικόςof: neut nom /voc /acc plΧαλκιδικά̱, Χαλκιδικόςof: fem nom /voc /acc dualΧαλκιδικά̱, Χαλκιδικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 χαλκιδικά
χαλκιδικόςof: neut nom /voc /acc plχαλκιδικά̱, χαλκιδικόςof: fem nom /voc /acc dualχαλκιδικά̱, χαλκιδικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 Χαλκιδικόν
Χαλκιδικόςof: masc acc sgΧαλκιδικόςof: neut nom /voc /acc sg -
7 χαλκιδικόν
χαλκιδικόςof: masc acc sgχαλκιδικόςof: neut nom /voc /acc sg -
8 Χαλκιδικαί
Χαλκιδικόςof: fem nom /voc pl -
9 Χαλκιδική
Χαλκιδικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 Χαλκιδικήν
Χαλκιδικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
11 χαλκιδικαί
χαλκιδικόςof: fem nom /voc pl -
12 χαλκιδική
χαλκιδικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 χαλκιδικήν
χαλκιδικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 Χαλκιδικών
-
15 Χαλκιδικῶν
-
16 χαλκιδικών
-
17 χαλκιδικῶν
-
18 Χαλκιδική
-
19 Χαλκιδικῇ
-
20 Χαλκιδικής
См. также в других словарях:
Χαλκιδικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκιδικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκιδικός — ή, ό / χαλκιδικός, ή, όν, ΝΜΑ [Χαλκίς, ίδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Χαλκίδα ή αυτός που προέρχεται από τη Χαλκίδα («τὸ χαλκιδικὸν γένος», Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το χαλκιδικόν (στην αρχ. αρχιτ.) είδος στενού προστώου πριν από την … Dictionary of Greek
χαλκιδικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χαλκίδα ή στους κατοίκους της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χαλκιδικά — Χαλκιδικός of neut nom/voc/acc pl Χαλκιδικά̱ , Χαλκιδικός of fem nom/voc/acc dual Χαλκιδικά̱ , Χαλκιδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκιδικά — χαλκιδικός of neut nom/voc/acc pl χαλκιδικά̱ , χαλκιδικός of fem nom/voc/acc dual χαλκιδικά̱ , χαλκιδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλκιδικῶν — Χαλκιδικός of fem gen pl Χαλκιδικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκιδικῶν — χαλκιδικός of fem gen pl χαλκιδικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλκιδικόν — Χαλκιδικός of masc acc sg Χαλκιδικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκιδικόν — χαλκιδικός of masc acc sg χαλκιδικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλκιδικαῖς — Χαλκιδικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)